Πέμπτη 27 Φεβρουαρίου 2020

Παρουσίαση του βιβλίου «361 Τάγμα Πεζικού: Χρονικό προάσπισης προδομένης πατρίδας»



Το Σπίτι της Κύπρου, το  Τμήμα Ιστορίας και Αρχαιολογίας του Πανεπιστημίου Κύπρου,  ο Σύνδεσμος Επιζησάντων Στρατιωτών 361 Τάγματος Πεζικού 1974 και το Κυπριακό Ινστιτούτο Επιστημονικών και Ιστορικών Ερευνών διοργανώνουν, την Παρασκευή 28 Φεβρουαρίου 2020 και ώρα 19:00, στο Σπίτι της Κύπρου (Ξενοφώντος 2Α Σύνταγμα) την παρουσίαση του βιβλίου του Χαράλαμπου Α. Αλεξάνδρου «361 Τάγμα Πεζικού: Χρονικό προάσπισης προδομένης πατρίδας», έκδοση του Συνδέσμου Επιζησάντων Στρατιωτών 361 Τάγματος Πεζικού 1974.

Η δράση του 361 Τ.Π. βρίθει γεγονότων. Δεν θα ήταν υπερβολή να σημειωθεί ότι μέσω της δράσης του Τάγματος παρουσιάζεται μεγάλο κομμάτι των συμβάντων στο «ανατολικό μέτωπο» του πολέμου καθ’ όλη τη διάρκειά του, από τις 20 Ιουλίου μέχρι και μετά τις 14 Αυγούστου. Σταθερή άμυνα και σημαντικές μάχες, αλλοπρόσαλλες διαταγές και οπισθοχωρητικές κινήσεις, αγωνιώδεις προσπάθειες επιβίωσης και φρικτές στιγμές αιχμαλωσίας είναι ζεύγη εννοιών που διατρέχουν το βιβλίο. Το βιβλίο θέτει τα γεγονότα στις πραγματικές ιστορικές τους διαστάσεις. 

Η εκδήλωση πραγματοποιείται  με τη στήριξη των Πολιτιστικών Υπηρεσιών του Υπουργείου Παιδείας, Πολιτισμού, Αθλητισμού και Νεολαίας της Κυπριακής Δημοκρατίας.



Παρασκευή 14 Φεβρουαρίου 2020

Σίτσα Καραϊσκάκη, ένα απόσπασμα




    Σαν σπάθη έπεσε στο κεφάλι του η είδηση, πως η Νατάλγια έφυγε για την πατρίδα τού εκβιαστή της, για την καρδιά τής Ανατολής, κανείς να μη τη δει, κανείς να μη ζητήσει να την πάρει, να την λεφτερώσει. Ποτέ δεν πίστευε ο Λεντζ, πως τόσο θα του κόστιζε αυτός ο χωρισμός. Χρόνια τώρα πολεμιστής, χρόνια στο μέτωπο μάτια με μάτια με το θάνατο είχε σκληρύνει την καρδιά του. Είδε να πέσουν σύντροφοί του, να ξεψυχούν στα χέρια του αγαπημένοι του φίλοι, ποτές όμως δεν ένοιωσε την καρδιά του τόσο βαριά. Τώρα που μια πνοή έσβησε τη φλόγα τού ονείρου του, ενός ονείρου, που άπλωσε τα φτερά του ανέλπιστα κάτω από μια κιτρινισμένη καρυδιά, μέσα σ’ ένα τοπείο ρημαγμένο από τις οβίδες για να πέσει πληγωμένο στη γη, τώρα ένοιωθε για μια στιγμή τη ζωή αυτή βαριά κι ανυπόφορη.

    Έπρεπε όμως να μείνει κάμποσες μέρες ακόμα σ’ αυτή τη χαλασμένη φωλιά για να πιστοποιεί σαν γιατρός που ήτανε πως τα καραβάνια των εξορίστων που περνούσαν για το Βορρά είναι ελεύθερα από τύφο.

    Πόσο βαριά του φαίνονταν η μέρα! Μολύβι… Ζήταγε πάντα μέσα στα καραβάνια των δυστυχισμένων να δει το χρυσό φως των ματιών της, μα κάθε φως ήτανε εκεί σβησμένο. Το βράδυ τράβαγε προς την καρυδιά, μα βάραινε κι’ αυτή, σαν να ‘πεφτε κι αυτή ολόκληρη με τα χοντρά της κλωνιά πάνω στ’ αστήθι του. Πλησίαζε κι’ ακουμπούσε πάνω στο γέρικο σκισμένο κορμί της. Κάποτε για μια στιγμή ένοιωθε το δικό του αίμα να τρέχει στις φλέβες του σαν αιωνόβιο ρέμα και να τον κάνει να τρέμει όπως οι χυμοί που κυκλοφορούσαν αιώνες ζωντανοί μέσα στον κορμό αυτό του δέντρου. Έβρισκε ανάμεσα σ’ αυτό και στον εαυτό του μια στενή συγγένεια.

    Κι’ όταν τη νύχτα ζήταγε τη λησμονιά στον ύπνο, γλιστρούσε η πυρή λαχτάρα του και με καμένα δάχτυλα του άναβε τα μηνίγγια και του ’κανε στάχτη την καρδιά.

    Ο Θεός να βοηθά κάθε τραχύ πολεμιστή, που τη νύχτα μοναχός, βασανίζεται μέσα στο καμίνι μιας πεινασμένης επιθυμίας, έστω κι’ αν τη φέρνει στα φτερά του ένα κατάλευκο όνειρο. Κι’ όλο παραληρούσε ο νέος γιατρός κι’ ήταν γεμάτος μετάνοια και πίκρα: Ήτανε σε δυο σκισμένη η προσωπικότητά του. Έστηνε δικαστήριο ο στρατιώτης ο σκληρός κι’ απότομος με το άλλο του εγώ το ήσυχο κι’ ονειροπόλο και μάλωνε κι’ αγωνιζόνταν.

    – Γιατί τάχα να μη δώσεις στην κοπέλα να καταλάβει πως την αγαπούσες τόσο δυνατά;

Κι’ ο άλλος απαντούσε πάντα δειλά:

    – Μα μήπως το ’ξερα τότες κι’ εγώ; Μόνο ό,τι φύγει μέσα από τα χέρια μας κείνο αγαπούμε με διπλή λαχτάρα.

Κι’ ο στρατιώτης ρωτούσε τρέμοντας από λαχτάρα:

    – Γιατί δεν την άρπαξες να τη φιλήσεις ατέλειωτα και δυνατά κάτω από την καρυδιά ενώ βουτούσε ο ήλιος κι’ η φλογέρα τραγουδούσε ερωτικά;

    – Δεν ήθελα να την προσβάλω.

   – Είσαι κουτός κι’ ανόητος! Είσαι χαμένος Χορστ φον Λέντζ, στρατιώτη του ενάτου συντάγματος των Κυνηγών. Έπρεπε να την αρπάξεις λάφυρο της αγάπης σου και να φύγεις μακρυά για τ’ άγνωστο.

    Μα ο άλλος Χορστ ο τρυφερός, ο ονειροπόλος, στέναζε και ζάρωνε στη γωνιά του. Κι’ έτσι αποκοιμόνταν με βαριά την καρδιά κι’ οι δυο και μ’ ανεκπλήρωτη τη λαχτάρα.

Ανάμεσα σε δυο μυλόπετρες (απόσπασμα, σελ. 83-84) 



Πέμπτη 6 Φεβρουαρίου 2020

Ακόμη βάζουν λουλούδια στον τάφο του Robert Brasillach




Πέρυσι ένας δημοσιογράφος (ασιατικής καταγωγής) στη Γαλλία αναρωτήθηκε «ποιος συνεχίζει και βάζει λουλούδια στον τάφο του Ρομπέρ Μπραζιγιάκ», εκφράζοντας έτσι όχι μόνο απορία αλλά και αγανάκτηση που κάποιοι θυμούνται ακόμη τον αδικοχαμένο λογοτέχνη και δημοσιογράφο (franceinfo, 24.2.2019).

Ήταν 6 Φεβρουαρίου 1945 ώρα 9.38 το πρωί στο φρούριο Montrouge στο Παρίσι, όταν τα τελευταία λόγια του Ρομπέρ Μπραζιγιάκ «Ζήτω η Γαλλία» τα ακολούθησαν οι ριπές των όπλων. Ήταν νεκρός, σε εκτέλεση της από 19.1.1945 απόφασης επιβολής θανατικής ποινής ενός ειδικού δικαστηρίου της Κάθαρσης, αντίστοιχου των επαναστατικών δικαστηρίων της γαλλικής επανάστασης. Ήταν νεκρός, γιατί έτσι θέλησε με αρρωστημένο ζήλο ο Ντε Γκωλ, για να σωπάσει για πάντα  εκείνη η φωνή που τον είχε επανειλημμένως κατηγορήσει δημοσίως ότι ήταν προδότης, ότι υπονόμευε τη Γαλλία και την εθνική της κυριαρχία και ότι επιχειρούσε να τη μετατρέψει σε βρετανική κτήση. Στην εμπάθεια του Ντε Γκωλ θα πρέπει να προστεθεί και ο φθόνος διαφόρων λογοτεχνών για το απαράμιλλο ταλέντο του Ρομπέρ Μπραζιγιάκ, οι οποίοι ως μέλη επιτροπής συγγραφέων της Κάθαρσης («Εθνική Επιτροπή Συγγραφέων της Αντίστασης») ζήτησαν ευθέως και επίμονα να δολοφονηθεί, και ακόμη και μετά τον θάνατό του δεν επέδειξαν μετάνοια.

Το έγκλημα του Ρομπέρ Μπραζιγιάκ ήταν οι ιδέες του, όπως αυτές εκφράστηκαν μέσα από τα άρθρα του σε διάφορες εφημερίδες και περιοδικά, κυρίως στη Je suis partout, της οποίας υπήρξε αρχισυντάκτης επί σειρά ετών, επίσης στη Révolution Nationale, στην Echo de France κ.ά. Ιδέες σχετικά με την ευρωπαϊκή συμφιλίωση, ενότητα και ειρήνη, ιδέες υποστηρικτικές στο καθεστώς Βισύ και στην collaboration, και υπέρ της εκστρατείας κατά του μπολσεβικισμού, μιας εκστρατείας για την οποία έγραψε χαρακτηριστικά «ο πολιτισμός πήρε τα όπλα εναντίον της βαρβαρότητας».

Επίσης, βαθιά ενόχληση είχαν προκαλέσει τα άρθρα του με τα οποία ζητούσε την τιμωρία εκείνων που είχαν εμπλέξει τη Γαλλία στον πόλεμο με τη  Γερμανία, ο οποίος είχε συνέπεια εκτός από τον θάνατο και τον τραυματισμό Γάλλων, την αιχμαλωσία πολλών. Ο ίδιος ο Μπραζιγιάκ είχε υπάρξει αιχμάλωτος των Γερμανών από τον Ιούνιο του 1940 ως την αρχή του Απριλίου  1941. Για την περίοδο αυτή έχει γράψει αρκετά πολύ ενδιαφέροντα άρθρα. Μάλιστα, από τη στιγμή που απελευθερώθηκε, δεν έπαψε να αγωνίζεται για την απελευθέρωση και των υπόλοιπων αιχμαλώτων, συμπαρίστατο έμπρακτα σε αυτούς και τις οικογένειές τους και ζητούσε την τιμωρία των πραγματικών υπευθύνων, δηλαδή εκείνων των πολιτικών και στρατιωτικών της Γαλλίας που είχαν εμπλέξει τη χώρα σε έναν πόλεμο στον οποίο δεν υπήρχε κατά τον Μπραζιγιάκ και για μια μεγάλη μερίδα Γάλλων κανένας λόγος να εμπλακεί.

Στα παραπάνω πρέπει να προστεθεί και η εχθρότητα εβραϊκών κύκλων προς το πρόσωπό του, λόγω του αντισημιτισμού τον οποίο είχε εκφράσει με τα άρθρα του ήδη προς της έναρξης του Β΄Ππ, αλλά και κατά τη διάρκειά του, επισημαίνοντας τον ρόλο των εβραίων τόσο στο ξέσπασμα του πολέμου όσο και στη συνέχισή του.


Εκτός από μαχητικός δημοσιογράφος, ήταν άριστος λογοτέχνης και ποιητής. Τα μυθιστορήματά του (Le Marchand d'oiseaux, Comme le temps passe, Les Sept couleurs κ.ά. ) θεωρούνται αριστουργηματικά. Από τα πρώτα του βήματα σε πολύ νεαρή ηλικία, 21 ετών, απέκτησε φήμη, η οποία ολοένα μεγάλωνε.

Η στάση του κατά τη διάρκεια της δίκης του ήταν θαρραλέα και περήφανη, όπως αποκαλύπτεται από τις εφημερίδες της εποχής,  πολλές εκ των οποίων, καθώς είχαν συμμορφωθεί προς το «πνεύμα της Κάθαρσης», ήταν εχθρικές προς αυτόν. Τον ίδιο θαυμασμό προκάλεσε και το θάρρος και η περηφάνια του κατά την εκτέλεσή του. Διαβάζουμε ότι ήταν ήρεμος, με το κεφάλι ψηλά, όπως ψηλά το είχε κρατήσει και κατά τη διάρκεια της δίκης του, αρνήθηκε να του δέσουν τα μάτια, και στους στρατιώτες που δείλιασαν και δεν καταλάβαιναν για ποιο λόγο έπρεπε να σκοτώσουν  έναν νέο πνευματικό άνθρωπο, φώναξε «κουράγιο». Η ημέρα που επελέγη για τη δολοφονία του δεν ήταν τυχαία: 6 Φεβρουαρίου 1945, ακριβώς 11 χρόνια μετά τη μεγάλη εξέγερση –στην ουσία επρόκειτο περί απόπειρας κατάλυσης της δημοκρατίας– στο Παρίσι, με 22 νεκρούς.  Οι τελευταίοι στίχοι του Μπραζιγιάκ γράφτηκαν στις 5 Φεβρουαρίου 1945, στη φυλακή της Φρεν (Fresnes) όπου εκρατείτo, και απευθύνονταν «στους νεκρούς του Φεβρουαρίου», τους οποίους «σε λίγο θα συντρόφευε». Και τα τελευταία λόγια του στους δικηγόρους του λίγο πριν οδηγηθεί στο  Montrouge ήταν: «Σήμερα είναι 6 Φεβρουαρίου, να με σκέφτεστε και να σκέφτεστε και εκείνους που πέθαναν την ίδια ημέρα πριν από έντεκα χρόνια».


Αμέσως μετά τη δολοφονία του, ο Ντε Γκωλ απαγόρευσε τη μετάδοση από το ραδιόφωνο της σχετικής είδησης, ακριβώς για να μη γίνει γνωστή η γενναία στάση του. Παρ’ όλα αυτά κάποιες εφημερίδες, ακόμη και αντίθετες ιδεολογικά, δεν μπόρεσαν να μην αναφερθούν σε αυτή τη στάση.

Ήταν ένας από τους μεγαλύτερους νέους λογοτέχνες και δημοσιογράφους όχι μόνο της Γαλλίας αλλά και της Ευρώπης.  Το κενό που άφησε δεν αναπληρώνεται. Παρ’ όλα αυτά είχε ήδη στα 35 του χρόνια γράψει πολλά, μυθιστορήματα, δοκίμια, ποιήματα και βέβαια άρθρα. Έτσι δεν απετράπη αυτό που με τη δολοφονία του επιχείρησαν οι εχθροί του, δηλαδή το να αποτελέσει πνευματική κληρονομιά της Γαλλίας, αλλά και όλης της Ευρώπης και του δυτικού κόσμου.

75 χρόνια μετά, δεν είναι λίγοι αυτοί που, παρά τη συνωμοσία της σιωπής και της λάσπης, ακόμη θυμούνται και τιμούν τον Robert Brasillach.


75 χρόνια μετά, ακόμη βάζουν λουλούδια στον τάφο του Robert Brasillach.