Τρίτη 3 Μαρτίου 2020

Τα δειλά των εχθρών σας πλήθη καταφρονήσατε· την κόμην πάντα ο θρίαμβος στέφει των υπέρ πάτρης κινδυνευόντων


Ανδρέας Κάλβος, Ωδή δεκάτη 



Ο Ωκεανός

α΄
Γη των θεών φροντίδα,Ελλάς ηρώων μητέρα,φίλη, γλυκεία πατρίδα μουνύκτα δουλείας σ’ εσκέπασε,5νύκτα αιώνων.
β΄
Ούτω εις το χάος αμέτρητοντων ουρανίων ερήμων,νυκτερινός εξάπλωσενέρεβος τα πλατέα10πένθιμα εμβόλια.
γ΄
Και εις την σκοτιάν βαθείαν,εις το απέραντον διάστημα,τα φώτα σιγαλέακινώνται των αστέρων15λελυπημένα.
δ΄
Εχάθηκαν οι πόλεις,εχάθηκαν τα δάση,κι η θάλασσα κοιμάταικαι τα βουνά· και ο θόρυβος20παύει των ζώντων.
ε΄
Εις τα φρικτά βασίλειαομοιάζει του θανάτουη φύσις όλη· εκείθενήχος ποτέ δεν έρχεται25ύμνων ή θρήνων.
ς΄
Αλλά των μακαρίωνστάβλων ιδού τα ηώακάγκελα οι Ώραι ανοίγουσιν,ιδού τα ακάμαντα άλογα30του Ηλίου εκβαίνουν.
ζ΄
Χρυσά, φλογώδη, καίουσιτους δρόμους του αέροςτα αμιλλητήρια πέταλα·τους ουρανούς φωτίζουσι35λάμπουσαι οι χαίται.
η΄
Τώρα εξανοίγει τ’ άνθηεις τον δροσώδη κόλποντης γης η αυγή· και φαίνονταιτώρα των φιλοπόνων40ανδρών τα έργα.
θ΄
Τα μυρισμένα χείλητης ημέρας φιλούσιτο αναπαυμένον μέτωποντης οικουμένης· φεύγουσιν45όνειρα, σκότος,
ι΄
Ύπνος, σιγή· και πάλιντα χωράφια, την θάλασσαν,τον αέρα γεμίζουσικαι τας πόλεις με κρότον,50ποίμνια και λύραι.
ια΄
Εις του σπηλαίου το στόμαιδού προβαίνει ο μέγαςλέων, τον φοβερόνλαιμόν τετριχωμένον55βρέμων τινάζει.
ιβ΄
Ο αετός αφήνειτους κρημνούς υψηλούς·κτυπάουσιν οι πτέρυγεςτα νέφη, και τον όλυμπον60η κλαγγή σχίζει.
ιγ΄
Έθλιψε την Ελλάδανύκτα πολλών αιώνων,νύκτα μακράς δουλείας,αισχύνη ανδρών, ή θέλημα65των αθανάτων.
ιδ΄
Η χώρα τότε εφαίνετοναός ηριπομένος,όπου οι ψαλμοί σιγάουσικαι του κισσού τα ατρέμητα70φύλλα κοιμώνται.
ιε΄
Ωσάν επί την άπειρονθάλασσαν των ονείρων,ολίγαι, απηλπισμέναιψυχαί νεκρών διαβαίνουσι75με δίχως βίαν·
ις΄
Ούτως από του Άθωνοςτα δένδρα, έως τους βράχουςτης Κυθήρας, κυλίουσατην άμαξαν βραδείαν,80ουρανοδρόμον·
ιζ΄
Η τρίμορφος Εκάτηεθεώρει τα πλοία,εις του Αιγαίου τους κόλπουςλάμνοντα αδόξως, φεύγοντα85διασκορπισμένα.
ιη΄
Συ τότε, ω λαμπροτάτηκόρη Διός, του κόσμουμόνη παρηγορία,την γην μου συ ενθυμήθηκες90ω Ελευθερία.
ιθ΄
Ήλθ’ η θεά· κατέβηεις τα παραθαλάσσιακλειτά της Χίου· τας χείραςάπλωσ’ ορθή, και κλαίουσα95λέγει τοιάδε·
κ΄
Ωκεανέ, πατέρατων χορών αθανάτων,άκουσον την φωνήν μου,και της ψυχής μου τέλεσον100τον μέγαν πόθον.
κα΄
Ένδοξον θρόνον είχονεις την Ελλάδα· τύραννοιπρο πολλού τον κρατούσι,σήμερον συ βοήθησον,105δώσ’ μου τον θρόνον.
κβ΄
Όταν τους ανοήτουςφεύγω θνητούς, με δέχονταιοι πατρικαί σου αγκάλαι·η ελπίς μου εις την αγάπην σου110στηρίζεται όλη.
κγ΄
Είπε· κι ευθύς επάνωεις τας ροάς εχύθητου Ωκεανού, φωτίζουσατα νώτα υγρά και θεία,115πρόφαντος λάμψις.
κδ΄
Αστράπτουσι τα κύματαως οι ουρανοί, και ανέφελος,ξάστερος φέγγει ο ήλιοςκαι τα πολλά νησία120δείχνει του Αιγαίου.
κε΄
Πρόσεχε τώρα· ως άνεμοςσφοδρός μέσα εις τα δάση,ο αλαλαγμός σηκώνεται·άκουε των πλεόντων125το έια μάλα.
κς΄
Σχισμένη υπό μυρίαςπρώρας αφρίζει η θάλασσα,τα πτερωμένα αδράχτιαελεύθερα εξαπλώνονται130εις τον αέρα.
κζ΄
Επί την λίμνην ούτωςαυγερινά πετάουσιτα πλήθη των μελίσσωνόταν γλυκύ του έαρος135φυσάει το πνεύμα·
κη΄
Επί την άμμον ούτωπεριπατούν οι λέοντεςζητούντες τα κοπάδια,την θέρμην των ονύχων140έαν αισθανθώσιν·
κθ΄
Ούτως εάν την δύναμινακούσουν των πτερύγωνοι αετοί, το κτύπηματων βροντών υπερήφανοι145καταφρονούσι.
λ΄
Πεφιλημένα θρέμματαΩκεανού, γενναίακαι της Ελλάδος γνήσιατέκνα, και πρωτοστάται150Ελευθερίας·
λα΄
Χαίρετε σεις καυχήματατων θαυμασίων (Σπετζίας,ΎδραςΨαρών) σκοπέλων,όπου ποτέ δεν άραξε155φόβος κινδύνου.
λβ΄
Κατευοδοίτε! —Ορμήσατετα συναγμένα πλοίαω ανδρείοι· σκορπίσατετον στόλον, κατακαύσατε160στόλον βαρβάρων.
λγ΄
Τα δειλά των εχθρών σαςπλήθη καταφρονήσατε·την κόμην πάντα ο θρίαμβοςστέφει των υπέρ πάτρης165κινδυνευόντων.
λδ΄
Ω επουράνιος χείρα!σε βλέπω κυβερνούσαντα τρομερά πηδάλια,και των ηρώων οι πρώραι170ιδού πετάουν.
λε΄
Ιδού κροτούν, συντρίβουσιτους πύργους θαλασσίουςεχθρών απείρων· σκάφη,ναύτας, ιστία, κατάρτια175η φλόγα τρώγει·
λς΄
Και καταπίνει η θάλασσατα λείψανα· την νίκηνύψωσ’, ω λύρα· αν ήρωεςδοξάζονται, το θείον180φιλεί τους ύμνους.
λζ΄
* Ωθωμανέ υπερήφανεπού είσαι; νέον στόλονφέρε, ω μωρέ, και σύναξε·νέαν δάφνην οι Έλληνες185θέλουν αρπάξειν.

*Η σημαία είναι του ελληνικού εθελοντικού σώματος που έλαβε μέρος στον Κριμαϊκό πόλεμο του 1854