Πέμπτη 29 Αυγούστου 2013

Λύγκας, ο «φαντομάς» των ελληνικών βουνών



ΗΤΑΝ Νοέμβριος του 2008, στο Εθνικό Πάρκο Βόρειας Πίνδου. Σε έναν απομονωμένο δασικό δρόμο δύο ερευνητές, ο βιολόγος-ζωολόγος δρ Γιώργος Μερτζάνης και ο συνεργάτης του βιολόγος κ. Χαρίλαος Πυλίδης, απορροφημένοι με την εργασία τους, κατέγραφαν για λογαριασμό του Φορέα Διαχείρισης την πανίδα του Πάρκου. Ξαφνικά αντιλαμβάνονται μια σκιά, σαν «φάντασμα», να πετάγεται μπροστά τους. «Το είδαμε φευγαλέα να περνά μπροστά από τα μάτια μας,για κλάσματα του δευτερολέπτου,και να χάνεται στο πυκνό δάσος.Από την κίνηση του ζώου,την ταχύτητά του και το περίγραμμα του σώματός του πιστεύω ότι ήταν λύγκας» λέει ο επιστημονικός υπεύθυνος της περιβαλλοντικής οργάνωσης «Καλλιστώ» κ. Μερτζάνης, ο οποίος μελετά τη βιολογία των μεγάλων σαρκοφάγων θηλαστικών της χώρας μας. Τα τελευταία χρόνια ελάχιστοι έχουν δει λύγκα στην Ελλάδα. Ή νομίζουν ότι είδαν. Αλλά ακόμη και όταν ο πληθυσμός του είδους ευημερούσε στην περιοχή μας, ήταν σπάνιο να τον συναντήσει κανείς διότι κινείται συνήθως νύχτα, σε πυκνά δάση και αθόρυβα ως αιλουροειδές. Τελικά υπάρχει ακόμη λύγκας στην Ελλάδα ή μήπως δεν έχει απομείνει παρά μόνο το... φάντασμά του; 


Τις δύο τελευταίες δεκαετίες δύο προγράμματα για τον λύγκα στον ελληνικό χώρο - ένα από το Πανεπιστήμιο Αθηνών το 1991 και ένα από την περιβαλλοντική οργάνωση «Αρκτούρος» το 2003- προσπάθησαν να ακολουθήσουν τα ίχνη του και να ρίξουν λίγο φως στην άγνωστη ζωή του. Ενας από τους ερευνητές που συμμετείχε και στα δύο ερευνητικά προγράμματα, ο ζωολόγος κ. Θεόδωρος Κομηνός, συνέχισε από προσωπικό ενδιαφέρον να συγκεντρώνει ως σήμερα στοιχεία για τον λύγκα στην Ελλάδα. Τα τελευταία 16 χρόνια προσπαθεί να συγκεντρώσει πληροφορίες από μαρτυρίες (πήρε περισσότερες από 1.000 συνεντεύξεις) και παρατηρήσεις κυρίως από τη Βόρεια Πίνδο και τα βουνά της Κεντρικής Μακεδονίας. «Οι πιο αξιόπιστες μαρτυρίες καταγράφηκαν στην περιοχή της Βόρειας Πίνδου.Μάλιστα η επιβεβαιωμένη παρουσία ενός θηλυκού λύγκα με μικρό στις αρχές της δεκαετίας του ΄90 μας αφήνει πολλές ελπίδες για τη μελλοντική παρουσία του είδους εκεί» αναφέρει ο κ. Κομηνός.


Ζώο νυκτόβιο και μοναχικό, ο λύγκας ήταν σχεδόν πάντα αόρατος για τον πολύ κόσμο. Οι αρχαίοι, πάντως, τον γνώριζαν καλά κι εκείνοι του πρωτοέδωσαν το όνομα λυγξ (ο λυγξ, του λυγκός). είναι το τρίτο μεγαλύτερο αρπακτικό της Ευρώπης, μετά την αρκούδα και τον λύκο. Μεσαίου μεγέθους, με ύψος από 70cm μέχρι και 1,20m και βάρος που δεν ξεπερνά τα 35 κιλά είναι γνωστός για τις αλτικές του ικανότητες. Μοναχικό ζώο, όπως όλα τα αιλουροειδή, τρέφεται με ζαρκάδια, ελάφια, πρόβατα, και άλλα οπληφόρα, αλλά κυρίως μικρότερα ζώα όπως λαγοί, ποντίκια, ακόμα και πτηνά. Γεννάει έως 3 μικρά κάθε χειμώνα και παραμένει μαζί τους μέχρι να ανεξαρτητοποιηθούν, περίπου ένα χρόνο μετά τη γέννηση τους.


Πρόκειται για ένα υπέροχο αιλουροειδές, περίπου διπλάσιο σε μέγεθος από ένα γάτο. Ξεχωρίζει από την πολύ κοντή ουρά του και τις «φούντες» στις άκρες των αυτιών.  Η γούνα του λύγκα είναι πολύ πυκνή, έχει συνήθως στίγματα και το χρώμα της διαφέρει ανά εποχή και είδος, από μπεζ και γκρι μέχρι κοκκινωπή και καφέ, ενώ στο πηγούνι το στήθος και την κοιλιά είναι σχεδόν λευκή. Αν και ανήκει στις Αιλουρίδες, ο λύγκας μπορεί να κολυμπήσει και μάλιστα γρήγορα. Μπορεί επίσης ν' αναρριχάται στα δέντρα και να πηδά ψηλά.Ο λύγκας χαρακτηρίζεται από πολλούς και ως «ζώο φάντασμα», καθώς κυνηγάει τη νύχτα, ενώ την ημέρα παραμένει κρυμμένος στο λαγούμι του.









thulebooks.gr

Τρίτη 27 Αυγούστου 2013

Η αναζήτηση του απόλυτου




Του Νικου Βατοπουλου 
http://news.kathimerini.gr/4dcgi/_w_articles_civ_2_10/04/2010_396952

Αχ, αυτοί οι Φλαμανδοί! Δαιμόνιοι στη διαχείριση των οικονομικών τους! Πόσο «πονάει» όταν διαβάζεις από τον ίδιον τον ακαταπόνητο και φίλεργο Μπαλζάκ ότι ένας Φλαμανδός στις αρχές του 19ου αιώνα αποταμίευε το 50% των εισοδημάτων του. Στην Ολλανδία, μας λέει ο Μπαλζάκ, ήταν τρελός όποιος ξόδευε όσα έβγαζε... 

Και σε αυτήν τη χώρα της Φλάνδρας, όπου η εργασία και η υπομονή ήταν ύψιστες αξίες και αρετές, μας μεταφέρει ο εξαίσιος Μπαλζάκ, με μια γλώσσα πλούσια, κοφτερή, γεμάτη χυμούς και συνηχήσεις, και μας καλεί στον Οίκο των Κλας. 

Στη ναπολεόντεια εποχή, όταν το στυλ Empire αντικαθιστούσε την παλιά, φλαμανδική επίπλωση των μαστόρων και των παραδόσεων, ο Βαλτάσαρ Κλας έχει «μολυνθεί» από το μικρόβιο της Επιστήμης και αφιερώνεται στη Χημεία, αναζητώντας το «Απόλυτο». Παραμελεί τη λατρεμένη του γυναίκα και τα παιδιά του και ζει σαν «κλοσάρ» μέσα στο αστικό του μέγαρο, ζαλισμένος από την αφοσίωσή του στα πειράματα που κάνει στα διαμερίσματά του. Ολα του τα χρήματα τα ξοδεύει (καταπατώντας τον άγραφο νόμο της Φλάνδρας) αγοράζοντας δοκιμαστικούς σωλήνες και σύνεργα ελπίζοντας ότι μια μέρα η μεγάλη του ανακάλυψη θα του δώσει δόξα και πλούτη. Η αυτοκαταστροφή στην οποία οδηγεί τον Οίκο Κλας η άσωτη μανία του με την αναζήτηση του «Απόλυτου» και η αδυναμία του να δει ρεαλιστικά τη ζωή, είναι εργαλείο στην πένα του Μπαλζάκ για να αφηγηθεί συναρπαστικά κεφάλαια αστικής ζωής και να σκιαγραφήσει μια πινακοθήκη χαρακτήρων, με προεξάρχοντα αυτόν της θυγατέρας του Κλας, Μαργαρίτας. Η Μαργαρίτα εκπροσωπεί όσα δεν είναι ο πατέρας της. Είναι σώφρων, ρεαλίστρια, συγκεντρωμένη και οργανωτική. Παρ’ όλα αυτά είναι φιλεύσπλαχνη. Αλλά και ο πατέρας της, δεν είναι άκαρδος. Απλώς ως «τρελός επιστήμων» έχει διαρρήξει τις σχέσεις του με την πραγματικότητα, αλλά η καρδιά του είναι τρυφερή σαν μικρού πουλιού. 

Ο Μπαλζάκ ξετυλίγει μια θαυμάσια παραβολή για τα αστικά ήθη της τελευταίας ναπολεόντειας περιόδου, πριν από τη δημιουργία του κράτους του Βελγίου, και στην έξαρση του ενδιαφέροντος για την πρόοδο της επιστήμης και των εφευρέσεων. Οι χαρακτήρες του αξιομνημόνευτοι, οι λεπτομερείς περιγραφές του συναρπαστικές, οι γνώσεις του για χίλια-δυο πράγματα εντυπωσιακές. Χείμαρρος ο Μπαλζάκ, ζωγραφίζει ολόκληρες κοινωνίες, με χιούμορ, καυστικότητα και ρεαλισμό. Αν σκεφτεί κανείς ότι «Η αναζήτηση του απόλυτου» πρωτοεκδόθηκε το 1834 (όταν η Αθήνα έγινε πρωτεύουσα του ελληνικού κράτους), εντυπωσιάζεται από τις πολλές αντιστοιχίες εκείνης της πρώιμα μοντέρνας εποχής με τη δική μας.

Σάββατο 10 Αυγούστου 2013

Παύλος Καρρέρ



Ο Παύλος Καρρέρ (Ζάκυνθος 12 Μαΐου 1829 - Ζάκυνθος 7 Ιουνίου 1896) καταγόταν από ιστορική οικογένεια της Ζακύνθου με ρίζες από την Κύπρο και τη Μάλτα. Ήταν γιος του Κωνσταντίνου Καρρέρ και της Πηγής Χαριάτη. Αδέλφια του: η Ιωάννα και ο Φρειδερίκος πολιτικός και λογοτέχνης. Σύζυγός του: η υψίφωνος Ισαβέλλα Ιατρά, πρωταγωνίστρια και ερμηνεύτρια των έργων του. 


Σπούδασε μουσική στη Ζάκυνθο και την Κέρκυρα. Στις αρχές της δεκαετίας του 1850 εγκαταστάθηκε στο Μιλάνο, όπου παρουσίασε με μεγάλη επιτυχία από τη σκηνή των θεάτρων Carcano και Alla Canobbiana τα πρώτα του σκηνικά έργα (τρεις όπερες και δύο μπαλέτα). Στην ίδια πόλη συνέθεσε πολυάριθμα έργα μουσικής δωματίου. 

Το 1857 επαναπατρίστηκε και έκτοτε παρέμεινε στη Ζάκυνθο έως το τέλος της ζωής του, άρρηκτα συνδεδεμένος με την πολιτιστική ζωή του νησιού. 

Το 1858 μετέβη στην Αθήνα και εξετέλεσε ενώπιον του βασιλικού ζεύγους, Όθωνος και Αμαλίας, αποσπάσματα από την όπερά του Μάρκος Βότζαρης. Ωστόσο, η από σκηνής παράσταση του έργου, λόγω του αντιοθωμανικού του περιεχομένου, στάθηκε αδύνατη εκείνη την εποχή. Εν τέλει ο Μάρκος Βότζαρης πρωτοπαρουσιάστηκε στην Πάτρα το 1861 και στη συνέχεια γνώρισε αλλεπάλληλες σκηνικές διδασκαλίες στα ελληνικά θέατρα του 19ου αιώνα. Η τελευταία του, νεοκλασικιστικού ύφους, όπερα Μαραθών-Σαλαμίς ανέβηκε σε παγκόσμια πρώτη το 2003 από την Εθνική Λυρική Σκηνή.

Ο Παύλος Καρρέρ υπήρξε ο δημοφιλέστερος Έλληνας μουσουργός του 19ου αιώνα. Στο συνθετικό του ύφος εντοπίζονται ιταλικές επιδράσεις, κυρίως από τον Βέρντι και το όψιμο belcanto. Ωστόσο, το μουσικό του ιδίωμα διακρίνεται για το ιδιαίτερο προσωπικό του στίγμα, καθώς και για την προσπάθειά του να προσδώσει εθνικό χρωματισμό στις δημιουργίες του. Ήταν ουσιαστικά ο πρώτος Έλληνας "εθνικός" μουσουργός, ο οποίος κατέθεσε μία ολοκληρωμένη συλλογή από φωνητικά έργα με εθνικά θέματα, ελληνόγλωσσα λιμπρέτα και στίχους και μελωδίες εμπνευσμένες από τη δημοτική παράδοση, αλλά και τη νεώτερη αστικολαϊκή δημιουργία της Ελλάδας.


Όπερες 

Dante e Bice (Δάντης και Βεατρίκη) - 1852 
Isabella d'Aspeno (Ισαβέλλα του Άσπεν) - 1853-54 
La Rediviva (Η Νεκραναστημένη) - 1855 
Marco Bozzari (Μάρκος Βότζαρης) - 1858-1860 
Fior di Maria (Μαριάνθη) - 1867 
Frossini (Η Κυρα-Φροσύνη)- 1868 
Maria Antonietta (Μαρία Αντουανέττα) - 1873 
Δέσπω - 1875 
Μαραθών-Σαλαμίς - 1886-1888

πηγή

Παύλου Καρρέρ '' Δέσπω '' 

 

 

 

 


Ο γέρο-Δήμος


Το τραγούδι αυτό έχει καταγραφεί στη μνήμη μας ως δημοτικό, αγνοώντας τις περισσότερες φορές την καταγωγή του και τον συνθέτη του. Στο σχολείο, στην επέτειο της 25ης Μαρτίου, τα παιδιά για πολλές δεκαετίες μάθαιναν αυτή τη μελωδία και όπως είχε δραματοποιηθεί, ο καλύτερος μαθητής της τάξης εκαλείτο να ενσαρκώσει και να τραγουδήσει τον ρόλο του γερο-Δήμου με εθνική υπερηφάνεια. 

Ο πασίγνωστος λοιπόν γερο-Δήμος (έργο γραμμένο το 1859) είναι από μια άρια της Α’ πράξης της όπερας «Μάρκος Μπότσαρης» για βαρύτονο και ορχήστρα, σε ποίηση του Αριστοτέλη Βαλαωρίτη. 

Το έργο, που το λιμπρέτο ήταν γραμμένο στα ιταλικά, απαγορεύτηκε στη Ζάκυνθο, την πατρίδα του, γιατί βρισκόταν υπό αγγλική κατοχή και λόγω του ευαίσθητου θέματός του, ενώ παρουσιάστηκαν αποσπάσματά του στην Αθήνα με την παρουσία του ίδιου του βασιλιά Όθωνα. Αργότερα, το λιμπρέτο μεταφράστηκε στα ελληνικά και ανέβηκε πρώτη φορά στην Πάτρα το 1861. Η μεταγραφή του έργου του για κουαρτέτο εγχόρδων έγινε από τον Νίκο Σκαλκώτα. 

Αυθεντική εκτέλεση του τραγουδιού από έναν ιερέα 


 
Εγέρασα μωρές παιδιά, πενήντα χρόνους κλέφτης,
τον ύπνο δεν εχόρτασα και τώρα αποσταμένος
θέλω να πάω να κοιμηθώ, εστέρεψε η καρδιά μου.
Βρύση το αίμα το 'χυσα σταλαματιά δε μένει,
καημένα μου παιδιά, σταλαματιά δε μένει.

Ποιος ξεύρει από το μνήμα μου τι δέντρο θα φυτρώσει.
Κι αν ξεφυτρώσει πλάτανος, στον ίσκιο του από κάτω,
θα 'ρχονται τα κλεφτόπουλα τ' άρματα να κρεμάνε,
να πλένουν τις λαβωματιές το Δήμο να σχωρνάνε.
καημένα μου παιδιά, το Δήμο να σχωρνάνε.

«Τρέχα παιδί μου γρήγορα τρέχα ψηλά στη ράχη
και ρίξε το τουφέκι μου στον ύπνο μου επάνω».
Άκουσε ο Δήμος τη φωνή μες στο βαθύ του ύπνο,
τ’ αγνό του χείλι εγέλασε και σταύρωσε τα χέρια.

Ο γερο-Δήμος πέθανε, ο γερο-Δήμος πάει.
Ο γερο-Δήμος πέθανε και πίσω δεν γυρνάει.

Με αφορμή δύο μικροφίλμ


Εισαγωγή

Η ανακάλυψη πρωτογενών μουσικών πηγών της Επτανησιακής Σχολής είναι ένα ζήτημα που ακόμα και σήμερα απασχολεί έντονα τους ερευνητές αυτής της περιόδου της ελληνικής μουσικής ιστορίας· και φαίνεται ότι θα εξακολουθήσει να τους απασχολεί για πολλά ακόμα χρόνια. Σε όλη τη διάρκεια του 19ου αιώνα συγκεκριμένοι παράγοντες συνετέλεσαν καταλυτικά στην εξαφάνιση (μόνιμη ή προσωρινή) ή τον διασκορπισμό μεγάλου μέρους της επτανησιακής μουσικής δημιουργίας. Τέτοιοι παράγοντες ήταν συνήθως φυσικές ή μη καταστροφές (σεισμοί, πυρκαγιές, πόλεμοι) και η ανθρώπινη αμέλεια, άγνοια ή αδιαφορία. Γνωρίζουμε ή πιθανολογούμε, ότι ορισμένα μουσικά αρχεία χάθηκαν εξ αιτίας συγκεκριμένων καταστροφών (για παράδειγμα, το Δημοτικό Θέατρο της Κέρκυρας καταστράφηκε κατά τους βομβαρδισμούς του 1943 και μαζί με αυτό και το σημαντικότατο αρχείο και η βιβλιοθήκη του). Πολλές φορές, όμως, δεν κατορθώνουμε να μάθουμε την τύχη που είχαν προσωπικά αρχεία συνθετών ή άλλων ιδιωτών μετά τον θάνατό τους. Πολλά από αυτά κρατούνται στην αφάνεια, εκποιούνται ή διασκορπίζονται. Είναι, επομένως, ευτυχής συγκυρία να περιέρχονται αρχεία ιστορικής σημασίας σε ιδρύματα, ερευνητικά κέντρα, βιβλιοθήκες ή στα χέρια αξιόλογων και σωφρόνων ερευνητών.
Το έργο του Παύλου Καρρέρ σώθηκε στο μεγαλύτερο μέρος του από διάφορες καταστροφές, όπως ήταν οι σεισμοί της Ζακύνθου. Πολλοί ερευνητές έχουν ασχοληθεί με το έργο του τόσο στο παρεθόν όσο και τα τελευταία χρόνια.
Το κείμενο αυτό γράφτηκε με αφορμή δύο μικροφίλμ των οπερών του La rediviva και Isabella d’ Aspeno, τα οποία φυλάσσονται στη Μεγάλη Μουσική Βιβλιοθήκη της Ελλάδος «Λίλιαν Βουδούρη». Τα μικροφίλμ αυτά είναι πρόσφορη και προσιτή πηγή έρευνας για τους ερευνητές του έργου του Καρρέρ.



Η ζωή και το έργο του Παύλου Καρρέρ

Ο Παύλος Καρρέρ είναι αναμφισβήτητα ένας από τους σημαντικότερους Επτανήσιους συνθέτες του 19ου αιώνα και το έργο του συνάντησε μεγάλη επιτυχία τόσο στην Ελλάδα όσο και στο εξωτερικό.
Γεννήθηκε στη Ζάκυνθο το 1829 και πέθανε εκεί το 1896. Έζησε από μικρή ηλικία και για αρκετά χρόνια στην Ευρώπη, όπου σπούδασε και έκανε καριέρρα ως μουσικός.
Πήρε τα πρώτα μαθήματα πιάνου στην Αγγλία και αργότερα, μετά την επιστροφή του στη Ζάκυνθο, πήρε μαθήματα από τους Giuseppe Cricca και Francesco Mirangini1 ή Maragoni.2 Ο Σπύρος Μοτσενίγος αναφέρει ότι το 1848 ο συνθέτης ήταν μαθητής του Μάντζαρου στην Κέρκυρα και εκείνο το διάστημα εξέδωσε ένα βαλς, με τίτλο Το αηδόνι.3

Το 1848, μαθητεύσας εις Κέρκυραν παρά τω Μαντζάρω, συνέθεσε και εξέδωσε το πρώτον μουσικόν του δοκίμιον, ένα βάλς, «Το αηδόνι», το οποίον κατέκτησεν ευθύς τας συμπαθείας του κοινού. Το δοκίμιον τούτο αφιέρωσεν εις την «Φιλαρμονικήν Εταιρείαν Κερκύρας», η οποία προβλέψασα την μελλοντικήν του εξέλιξιν, τη προτάσει του Μαντζάρου, τον ανεκήρυξεν επίτιμον μέλος της.
Το 1850 ο Παύλος Καρρέρ ταξίδεψε στο Μιλάνο, όπου έκανε μαθήματα μουσικής με τους Bosserone, Winter και Tassistri. Οι πρώτες σωζόμενες όπερές του - Dante e Bice [Beatrice], Isabella d’ Aspeno και La rediviva – παρουσιάστηκαν στο θέατρο Carcano του Μιλάνου. Ορισμένες μάλιστα από αυτές δόθηκαν εκεί σε πρώτη εκτέλεση.
Σύμφωνα με τον Σπύρο Μοτσενίγο, λόγω του γεγονότος, ότι ο θείος του ήταν μέλος επιτροπής θεάτρου, ο Παύλος Καρρέρ παρακολουθούσε συχνά τις παραστάσεις όπερας, που έδιναν ιταλικοί θίασοι στη Ζάκυνθο. Αρκετά συχνά μάλιστα είχε την ευκαιρία να παρακολουθεί και τις δοκιμές των παραστάσεων. Αργότερα συνέθεσε μεγάλο αριθμό μελοδραματικών έργων των οποίων παραστάσεις δόθηκαν στην Ελλάδα και στο εξωτερικό.




Τα μελοδραματικά του έργα
Παρά το γεγονός, ότι εκτός από όπερες συνέθεσε πλήθος τραγουδιών   [απόσπασμα 1ο]Τραγούδι Ανθός και Αυγούλα του Παύλου Καρρέρ σε στίχους Διονυσίου Σολωμού (από τον δίσκο Παύλος Καρρέρ: Μουσική για σαλόνι και μπαλκόνι, βλ. Δισκογραφία).Τραγούδι Ανθός και Αυγούλα του Παύλου Καρρέρ σε στίχους Διονυσίου Σολωμού (από τον δίσκο Παύλος Καρρέρ: Μουσική για σαλόνι και μπαλκόνι, βλ. Δισκογραφία).Τραγούδι Ανθός και Αυγούλα του Παύλου Καρρέρ σε στίχους Διονυσίου Σολωμού (από τον δίσκο Παύλος Καρρέρ: Μουσική για σαλόνι και μπαλκόνι, βλ. Δισκογραφία)., λειτουργική και οργανική μουσική [απόσπασμα 2ο]Παύλου Καρρέρ: Furia (Brillante Gallop) (από τον δίσκο Επτανησιακή μουσική, βλ. Δισκογραφία).Παύλου Καρρέρ: Furia (Brillante Gallop) (από τον δίσκο Επτανησιακή μουσική, βλ. Δισκογραφία). [απόσπασμα 3ο] Παύλου Καρρέρ: La Pettegola (Polka brillante) (από τον δίσκο Επτανησιακή μουσική, βλ. Δισκογραφία)., μπορούμε να θεωρήσουμε τις όπερες ως το σημαντικότερο μέρος του έργου του Παύλου Καρρέρ. Ο κατάλογος έργων του στο New Grove ΙΙ (2001) περιλαμβάνει 14 όπερες με αναφορά στις πρώτες παραστάσεις τους. Δυστυχώς τα χειρόγραφα ορισμένων μελοδραματικών του έργων θεωρούνται χαμένα.4 Τα περισσότερα όμως φυλάσσονται σε βιβλιοθήκες της Ελλάδας ή της Iταλίας και σε ιδιωτικές συλλογές.
Σε αρκετά μελοδραματικά του έργα ο Παύλος Καρρέρ χρησιμοποίησε θέματα εμπνευσμένα από την ελληνική ιστορία. Ορισμένοι από τους τίτλους των έργων του (Μάρκος Μπότσαρης>[απόσπασμα 4ο]'Αρια Γερμανού από την όπερα του Παύλου Καρρέρ Μάρκος Μπότσαρης (από τον δίσκο Παύλος Καρρέρ: Μουσική για σαλόνι και μπαλκόνι, βλ. Δισκογραφία).'Αρια Γερμανού από την όπερα του Παύλου Καρρέρ Μάρκος Μπότσαρης (από τον δίσκο Παύλος Καρρέρ: Μουσική για σαλόνι και μπαλκόνι, βλ. Δισκογραφία).'Aρια Γερμανού από την όπερα του Παύλου Καρρέρ Μάρκος Μπότσαρης (από τον δίσκο Παύλος Καρρέρ: Μουσική για σαλόνι και μπαλκόνι, βλ. Δισκογραφία).'Αρια Γερμανού από την όπερα του Παύλου Καρρέρ Μάρκος Μπότσαρης (από τον δίσκο Παύλος Καρρέρ: Μουσική για σαλόνι και μπαλκόνι, βλ. Δισκογραφία)., Η κυρά Φροσύνη[απόσπασμα 5ο] Εισαγωγή από την όπερα Η Κυρά Φροσύνη του Παύλου Καρρέρ (από τον δίσκο Παύλος Καρρέρ: Η Κυρά Φροσύνη, βλ. Δισκογραφία).Εισαγωγή από την όπερα Η Κυρά Φροσύνη του Παύλου Καρρέρ (από τον δίσκο Παύλος Καρρέρ: Η Κυρά Φροσύνη, βλ. Δισκογραφία).Εισαγωγή από την όπερα Η Κυρά Φροσύνη του Παύλου Καρρέρ (από τον δίσκο Παύλος Καρρέρ: Η Κυρά Φροσύνη, βλ. Δισκογραφία). [απόσπασμα 6ο] Απόσπασμα από την τελευταία σκηνή της όπερας του Παύλου Καρρέρ Η Κυρά Φροσύνη (“Ξαγορεύομαι στον Πλάστη - Io confesso al sommo Dio”) (από τον δίσκο Παύλος Καρρέρ: Η Κυρά Φροσύνη, βλ. Δισκογραφία).Απόσπασμα από την τελευταία σκηνή της όπερας του Παύλου Καρρέρ Η Κυρά Φροσύνη (“Ξαγορεύομαι στον Πλάστη - Io confesso al sommo Dio”) (από τον δίσκο Παύλος Καρρέρ: Η Κυρά Φροσύνη, βλ. Δισκογραφία).Απόσπασμα από την τελευταία σκηνή της όπερας του Παύλου Καρρέρ Η Κυρά Φροσύνη (“Ξαγορεύομαι στον Πλάστη - Io confesso al sommo Dio”) (από τον δίσκο Παύλος Καρρέρ: Η Κυρά Φροσύνη, βλ. Δισκογραφία)., Δέσπω η ηρωΐς του Σουλίου, Μαραθών-Σαλαμίς) φανερώνουν με άμεσο τρόπο το ενδιαφέρον του για την ελληνική θεματολογία. Βέβαια ο Καρρέρ, όπως και οι περισσότεροι Επτανήσιοι συνθέτες, αναγκάστηκε να χρησιμοποιήσει ιταλικά κείμενα στα έργα του. Ενδεικτικά παραθέτουμε την εξήγηση του μαέστρου Βύρωνα Φιδετζή:


Είναι σημαντικό […] πως η επιλογή της ιταλικής ως γλώσσας των περισσοτέρων μελοδραμάτων, αλλά και πλείστων τραγουδιών και μελοδραματικών σκηνών της επτανησιακής σχολής, ήταν επιλογή ανάγκης, αφού οι θίασοι καταρτίζονταν στην Ιταλία και δεν υπήρχαν, τουλάχιστο ως το τελευταίο τρίτο του 19ου αιώνα, αρκετοί Έλληνες λυρικοί τραγουδιστές ούτε ανάλογες σχολές. Είναι ενδεικτικό ότι το πρώτο τραγούδι με ορχήστρα που έχουμε σε Ελληνική γλώσσα έχει γραφτεί απ’ το Μάντζαρο το 1826 με λατινικά στοιχεία, για να μπορέσει να τραγουδηθεί από ξένη τραγουδίστρια, που μόνο έτσι θα ήταν δυνατό να διαβάσει το Ελληνικό κείμενο.5
Παρά τη χρήση, όμως της ιταλικής γλώσσας στα μουσικά του έργα ο Καρρέρ φαίνεται ότι φρόντιζε συνήθως να υπάρχει και ελληνική μετάφραση κάθε έργου.6 Το γεγονός αυτό φανερώνει ίσως μια συνειδητή προσπάθεια δημιουργίας ελληνικής «εθνικής» μουσικής στα πλαίσια του ευρωπαϊκού μουσικού γίγνεσθαι.

Οι όπερές του Καρρέρ παρουσιάστηκαν σε αρκετές παραστάσεις και με μεγάλη επιτυχία στην Ελλάδα και στο εξωτερικό. Έργα του εκδόθηκαν στην Ιταλία και την Ελλάδα και θα μπορούσε να θεωρηθεί ένας από τους πλέον καταξιωμένους στο εξωτερικό Επτανήσιους συνθέτες.



Δύο όπερες του Παύλου Καρρέρ σε μικροφίλμ


Όσα από τα έργα του Καρρέρ διασώθηκαν – και αυτά είναι αρκετά και καλύπτουν χρονολογικά το σύνολο σχεδόν της δημιουργικής του περιόδου – φυλάσσονται σε διαφορετικά αρχεία. Μεγάλο μέρος τους φυλάσσεται στο Μουσείο Σολωμού και επιφανών Ζακυνθίων (Ζάκυνθος) και στο Μουσείο Μπενάκη (Αθήνα). Ορισμένες πάρτες της όπερας Μάρκος Μπότσαρης φυλάσσονται στο αρχείο της Εθνικής Λυρικής Σκηνής και το χειρόγραφο της όπερας Fior di Maria στην Εθνική Βιβλιοθήκη της Ελλάδος. Τα χειρόγραφα από τις όπερες του συνθέτη La rediviva και Isabella d’Aspeno φυλάσσονται στη βιβλιοθήκη του Conservatorio di Musica "Giuseppe Verdi" στο Μιλάνο.7 Αρκετά χειρόγραφα του Παύλου Καρρέρ θεωρούνται χαμένα.
Έργα του Παύλου Καρρέρ υπάρχουν και σε ορισμένες βιβλιοθήκες της Ιταλίας. Πρόκειται, κυρίως, για έργα που εκδόθηκαν από ιταλικούς εκδοτικούς οίκους. Στους κύριους εκδότες του Καρρέρ, εξάλλου, συγκαταλέγονται οι ιταλικοί μουσικοί οίκοι Canti και Lucca με έδρα το Μιλάνο. Πολλά από τα τραγούδια του έχουν εκδοθεί από τους εκδοτικούς οίκους του Φέξη και του Βελούδιου και υπάρχουν στη συλλογή ελληνικών τραγουδιών της Μεγάλης Μουσικής Βιβλιοθήκης της Ελλάδος «Λίλιαν Βουδούρη».
Ο Γιώργος Λεωτσάκος, από τους σημαντικούς ερευνητές της νεοελληνικής μουσικής, βρήκε τις όπερες La rediviva και Isabella d’Aspeno στη βιβλιοθήκη του Conservatorio “G. Verdi” του Μιλάνου και δώρησε μικροφίλμ τους στη Μεγάλη Μουσική Βιβλιοθήκη της Ελλάδος «Λίλιαν Βουδούρη».
Τα μικροφίλμ των δύο έργων είναι αρκετά ευκρινή και ιδιαίτερα χρήσιμα για την ανασύσταση της παρτιτούρας κάθε έργου. Εξάλλου, καθώς δεν υπάρχουν εκδόσεις των έργων, τα χειρόγραφα της βιβλιοθήκης του Ωδείου του Μιλάνου είναι οι πλέον αξιόπιστες πηγές για τη δημιουργία εκτελέσιμης παρτιτούρας.
Οι χειρόγραφες παρτιτούρες, παρά τις διορθώσεις ή τα σβησίματα, έχουν καθαρή και ευανάγνωστη μουσική γραφή. Ο συνθέτης αριθμεί τις σελίδες ανά δύο με έναν αριθμό – δηλαδή υπάρχει αρίθμηση μόνο στις δεξιές σελίδες του χειρογράφου – και έχει ξεχωριστή αρίθμηση για κάθε πράξη της όπερας. Η σειρά των οργάνων της παρτιτούρας είναι αυτή που συνηθιζόταν την εποχή που έζησε ο συνθέτης και πιθανόν θα παραξένευε κάποιον μη εξοικειωμένο με χειρόγραφα της εποχής.8 Η συνήθης, επίσης, τακτική της εποχής, η οποία ισχύει και στην περίπτωση των δύο χειρογράφων του Καρρέρ με τα οποία ασχολούμαστε, είναι να μην γράφονται οι ονομασίες των οργάνων σε όλες τις σελίδες της παρτιτούρας.
Η κάθε πράξη στις όπερες La rediviva και Isabella d’ Aspeno χωρίζεται σε επιμέρους μέρη: σκηνές, άριες, ντουέτα, καβατίνες, κ.λπ. Σε κάθε μέρος υπάρχει μία αρχική σελίδα - πριν από την παρτιτούρα - όπου σημειώνονται από τον συνθέτη το μέρος του έργου, ο αριθμός του μέρους, και οι εκτελεστές του. Δεν έχω ερευνήσει αν τα ονόματα των εκτελεστών αναφέρονται στους συντελεστές της πρώτης εκτέλεσης του έργου ή κάποιας άλλης παράστασης.
Η όπερα Isabella d’ Aspeno αποτελείται από τρεις πράξεις και γνωρίζουμε μόνο τα αρχικά του ονόματος του λιμπρεττίστα της, τα οποία είναι ‘R. G. S.’. Στο Opernlexikon του Franz Stieger η όπερα σημειώνεται ως τετράπρακτη και δεν αναφέρεται το όνομα του λιμπρεττίστα. Ο Γιώργος Λεωτσάκος στο λήμμα του New Grove ΙΙ (2001) για τον Παύλο Καρρέρ σημειώνει - με ερωτηματικό - ότι η όπερα Isabella d’ Aspeno δόθηκε για πρώτη φορά στις απόκριες του 1854 το θέατρο San Giacomo της Κέρκυρας..9 Στο Opernlexikon του Franz Stieger η ίδια όπερα είναι καταχωρημένη ως opera seria τεσσάρων πράξεων (αντίθετα προς τα στοιχεία της εργογραφίας του Καρρέρ στο λεξικό Grove) και σημειώνεται ότι παρουσιάστηκε στο θέατρο San Giacomo της Κέρκυρας στις 7.2.1854. Πάντως, και ο Σπύρος Μοτσενίγος στο βιβλίο του Νεοελληνική μουσική: συμβολή εις την ιστορίαν της αναφέρει την Isabella d’ Aspeno ως τρίπρακτο μελόδραμα και η χειρόγραφη παρτιτούρα, βέβαια, της όπερας που φυλάσσεται στο Ωδείο του Μιλάνου μας βεβαιώνει ότι το έργο εξελίσσεται σε τρεις πράξεις.
Η όπερα La rediviva, σε λιμπρέττο του Ιωσήφ Σαπίου, αποτελείται από πρόλογο και τρεις πράξεις.10 Παρουσιάστηκε για πρώτη φορά στο θέατρο Carcano του Μιλάνου στις 19 Ιανουαρίου 1856. Εδώ τα στοιχεία που μας δίνουν οι τρεις βιβλιογραφικές πηγές που προαναφέραμε (Μοτσενίγος, Λεωτσάκος, Stieger) συμφωνούν με μία μικρή απόκλιση στην ημερομηνία εκτέλεσης. Ο Stieger, δηλαδή, σημειώνει ότι η Rediviva παρουσιάστηκε στις 20 Ιανουαρίου 1856 αντί για τις 19 Ιανουαρίου που αναφέρει ο Γιώργος Λεωτσάκος. Αυτή η διαφορά πιθανόν υποδηλώνει ότι δόθηκαν δύο παραστάσεις του έργου και ούτως ή άλλως δεν είναι σημαντική. Επιπλέον, ο Μοτσενίγος αναφέρει και μία παράσταση της Rediviva που δόθηκε στο Theatro [sic;] dei Parnassiani της Ζακύνθου το 1858:

Το 1854, κατά διαταγήν των Αγγλικών αρχών κατοχής, διετάχθη το κλείσιμον και

η διάλυσις του θεάτρου. Εν τούτοις το 1858 αι παραστάσεις επανελήφθησαν,
αναβιβασθέντος του μελοδράματος του Καρρέρη "Rediviva" […]11

Τα τελευταία χρόνια είναι αισθητή η απουσία έργων Επτανήσιων συνθετών από τις μουσικές σκηνές της Ελλάδας παρά τις σημαντικές εξαιρέσεις. Είναι, επίσης, σίγουρο ότι αυτές οι συνθήκες κάθε άλλο παρά προάγουν την ιστορική έρευνα.
Τα περιορισμένα χρονικά περιθώρια δεν μας επέτρεψαν να μελετήσουμε σε βάθος τα δύο έργα και να επιχειρήσουμε μία ολοκληρωμένη παρουσίασή τους αλλά ούτε και τέθηκε τέτοιος στόχος.
Θεωρώ ότι οι σημαντικές ελλείψεις πρωτογενών πηγών στην έρευνα της νεώτερης ελληνικής μουσικής ιστορίας κάνουν επιτακτική την ανάγκη γνωστοποίησης και παρουσίασης στους μελετητές και ανάμεσα στους μελετητές όσο το δυνατόν περισσότερων διαθέσιμων ιστορικών ντοκουμέντων. Και ίσως κάποτε το έργο των Επτανήσιων συνθετών καταξιωθεί στη συνείδηση περισσότερων Ελλήνων...
Χριστίνα Βέργαδου-Μαυρουδάκη
Σημείωση: Ζητώ συγγνώμη για τη μη χρήση πολυτονικού συστήματος στα αποσπάσματα που παρατίθενται.



Βιβλιογραφία

Βαρβιάνης, Νικόλαος, Το εκπολιτιστικό μουσικό έργο της Επτανήσου και ο Ζακυνθινός μουσουργός Παύλος Καρρέρης ( Ζάκυνθος, 1975).
Βαρβιάνης, Νικόλαος: "Παύλος Καρρέρης", Ελληνική Δημιουργία 8/85 (1951)
Κονόμος, Ντίνος: Ανέκδοτα απομνημονεύματα του Παύλου ΚαρρέρΦιλολογική Πρωτοχρονιά( Αθήνα, 1962).
Λεωτσάκος, Γιώργος: "Καρρέρ(ης), Παύλος", λήμμα στο Παγκόσμιο Βιογραφικό Λεξικό(Αθήνα: Εκδοτική Αθηνών, 1991), τ. 4.
idem, Οι χαμένες ελληνικές όπερες ή ο αφανισμός του μουσικού μας πολιτισμού, Επίλογος ’92 (Αθήνα: Γαλαίος, 1992).
idem, "Carrer [Carreris], Pavlos", λήμμα στο New Grove Dictionary of Music and Musicians, 2η έκδ. (London: Macmillan, 2001), τ. 5.
Λούντζης, Νίκιας, "Μια γόησσα Γιαννιώτισσα", κείμενο στο συνοδευτικό φυλλάδιο της ηχογράφησης της όπερας του Παύλου Καρρέρ Κυρά Φροσύνη ( Αθήνα: Lyra, 1999).
Μοτσενίγος, Σπύρος, Νεοελληνική μουσική: συμβολή εις την ιστορίαν της (Αθήναι, 1958).
Φιδετζής, Βύρων, "Ένας πρόδρομος και η μοίρα του", κείμενο στο συνοδευτικό φυλλάδιο της ηχογράφησης της όπερας του Παύλου Καρρέρ Κυρά Φροσύνη ( Αθήνα: Lyra, 1999).
Stieger, Franz: Opernlexikon (Tutzing: Hans Schneider, 1975)

Επτανησιακή μουσική
 (Μάντζαρος, Λαμπελέτ, Ν., Καρρέρ), NM 1049 (Motivo). 

Δισκογραφία


Καρρέρ, Παύλος: Η Κυρά Φροσύνη, ML 0669/70 ( Αθήνα: Lyra, 1999).
~ : Μουσική για σαλόνι και μπαλκόνι, ΦΜΣΕΖ-9/10 (Φίλοι του Μουσείου Σολωμού και Επιφανών Ζακυνθίων, [1995])
* Όλοι οι παραπάνω τίτλοι προέρχονται από την συλλογή της Βιβλιοθήκης.

1 Σύμφωνα με το το λήμμα για τον Καρρέρ του Γιώργου Λεωτσάκου στοNew Grove Dictionary of Music and Musicians ΙΙ (2001), ο δεύτερος δάσκαλος του Καρρέρ ονομαζόταν Francesco Mirangini.
2 Με αυτό το όνομα αναφέρει ο Μοτσενίγος στο βιβλίο του Νεοελληνική μουσική (1958) τον δεύτερο δάσκαλο του Καρρέρ στην Κέρκυρα.
3 Μοτσενίγος 1958: σ. 242.
4 Βλ. Λεωτσάκος, Γιώργος: Οι χαμένες ελληνικές όπερες ή ο αφανισμός του μουσικού μας πολιτισμού, άρθρο στον Επίλογο ’92 (Αθήνα: Γαλαίος, 1992).
5 Βλ. κείμενο του Βύρωνα Φιδετζή Ένας πρόδρομος και η μοίρα του στο φυλλάδιο που συνοδεύει την ηχογράφησης της όπερας του Παύλου Καρρέρ Η κυρά Φροσύνη ( Αθήνα: Lyra, 1999).
6 Βλ. Φιδετζής, Βύρων: Ένας πρόδρομος και η μοίρα του ( κείμενο στο συνοδευτικό φυλλάδιο της ηχογράφησης της όπερας Η κυρά Φροσύνη του Παύλου Καρρέρ (Αθήνα: Lyra, 1999)).
7 Τα στοιχεία που αναφέρω βασίζονται στα άρθρα του Γιώργου Λεωτσάκου για τον Παύλο Καρρέρ στο Παγκόσμιο Βιογραφικό Λεξικό (1991) και στο New Grove (2001).
8 Τα όργανα είναι (από το επάνω προς το κάτω μέρος της παρτιτούρας): Violini 1mi – Violini 2di – Viole – Ottavino – Flauti – Oboi – Clarini – Corni – Trombe – Tromboni – Timpani – Violoncelli – G. Cassa. Ανάμεσα στα βιολοντσέλλα και τη γκραν-κάσσα υπάρχει ένα πεντάγραμμο με τη μελωδική γραμμή των κοντραμπάσσων. Σε αυτό το σημείο συνήθως ο συνθέτης δεν γράφει Contrabassi αλλά κάποια ένδειξη εκτέλεσης.
9 "Isabella d’ Aspeno (os, 3, ‘R.G.S.’), Corfu, S Giacomo, ? carn. 1854, I-Mc", βλ. New Grove ΙΙ (2001), τ. 5:  σ. 192. Οι συντομογραφίες και τα υπόλοιπα στοιχεία που εμφανίζονται με τον τίτλο της όπερας σημαίνουν: os: opera seria - 3: Η όπερα αποτελείται από τρεις πράξεις - I-Mc: Είναι η συντομογραφία της βιβλιοθήκης του Conservatorio "G. Verdi" του Μιλάνου, όπου φυλάσσεται το χειρόγραφο της όπερας.
10 "La rediviva (tragedia lirica, prol., 3, I. Sapios), Milan, Carcano, 19 Jan 1856, I-Mc", βλ.New Grove ΙΙ (2001), τ. 5: σ. 192.
11 βλ. Μοτσενίγος 1958: σ. 196
.