Πέμπτη 27 Οκτωβρίου 2011

ΓΙΩΡΓΟΣ ΣΑΡΑΝΤΑΡΗΣ: «..ΑΙΡΕΤΙΚΟΣ ΤΗΣ ΥΛΗΣ ΚΙ ΟΜΟΘΡΗΣΚΟΣ ΤΩΝ ΑΕΤΩΝ..» ΕΝΑΣ ΠΟΙΗΤΗΣ ΣΤΗΝ ΠΡΩΤΗ ΓΡΑΜΜΗ ΤΟΥ ΒΟΡΕΙΟΗΠΕΙΡΩΤΙΚΟΥ ΜΕΤΩΠΟΥ


Ο ποιητής Γεώργιος Σαραντάρης γεννήθηκε στην Κωνσταντινούπολη το 1908. Καταγόταν από το Λεωνίδιο. Από το 1910 ως το 1931 έζησε στην Μπολόνια της Ιταλίας, όπου και σπούδασε νομικά. Γύρισε στην Ελλάδα και εγκαταστάθηκε στην Αθήνα. Ήταν εξαιρετικός ποιητής, ιδιοφυής φιλόσοφος και ένθερμος πατριώτης. Πολέμησε το 1940 στην πρώτη γραμμή του μετώπου, όπου και αρρώστησε βαριά από τύφο. Επέστρεψε λίγους μήνες μετά στην Αθήνα για να νοσηλευθεί σε κλινική, όπου και πέθανε στις 25 Φεβρουαρίου του 1941. Το ήθος του ήταν ξεχωριστό. Ο Ελύτης έγραψε: «Δεν έχω γνωρίσει θα’θελα να το διακηρύξω, μορφή πνευματικού ανθρώπου αγνότερη από τη δική του».
Λίγο πριν πεθάνει ο Σαραντάρης έγραψε το ακόλουθο ποίημα:

ΑΚΟΜΑ ΔΕΝ ΜΠΟΡΕΣΑ…

Ακόμα δεν μπόρεσα να χύσω ένα δάκρυ
πάνω στην καταστροφή
δεν κοίταξα ακόμα καλά τους πεθαμένους,
δεν πρόφτασα να δω πως λείπουνε
από τη συντροφιά μου,
πως έχασαν τον αέρα που εγώ αναπνέω
και πως η μουσική των λουλουδιών,
ο βόμβος των ονομάτων που έχουνε τα πράγματα
δεν έρχεται στ' αυτιά τους·
ακόμα δεν χλιμίντρισαν τ' άλογα
που θα με φέρουν πλάι τους.
Να τους μιλήσω,
να κλάψω μαζί τους
και ύστερα να τους σηκώσω όρθιους·
όλοι να σηκωθούμε σαν ένας άνθρωπος,
σαν τίποτα να μην είχε γίνει
σαν η μάχη να μην είχε περάσει πάνω από τα κεφάλια μας.

Δεκαπέντε χρόνια μετά τον θάνατό του ο Οδυσσέας Ελύτης έγραψε στη μνήμη του το παρακάτω ποίημα:

Γιώργος Σαραντάρης

Θ’ ανάψω δάφνες να φλομώσει ο ουρανός
μήπως και μυριστείς πατρίδα και γυρίσεις
μέσ’ απ’ τα δέντρα που σε γνώριζαν και που γι’ αυτό
τη στιγμή του θανάτου σου άξαφνα τινάξανε άνθος
Εμάς τους γύφτους άσε μας
τους «οικούντας εν τοις κοίλοις»
τι δε νογάμε από γιορτή
Και τα πουλιά δε βάνουμε προσάναμμα
μα στον ύπνο μας καθώς μας είχες μυήσει
δώθε από τη φθορά πλέκουμε τους κισσούς
μακριά σου πιο κι απ’ το Α του Κενταύρου
«Ως εν τινι φρουρά εσμέν»
μαργωμένοι μες στο χρόνο
κι από τραγούδι αμάθητοι
Μόνος εσύ ο αιρετικός της ύλης αλλ’
ομόθρησκος των αετών το ύστερο άλμα
τόλμησες. Κι οι ποιμένες σ’ είδανε της Πρεμετής
μες στης άλλης χαράς το φως να οδοιπορείς πιο νέος
Τι κι αν ο κόσμος μάταιος
έχεις μιλήσει ελληνικά
ως «εις τον έπειτα χρόνον»
κι από την ομιλία σου ακόμη
βγάνουν θυμίαμα οι θαλασσινοί κρίνοι
και κάποιες θρυλικές κοπέλες κατά σε
μυστικά στρέφουνε τον καθρέφτη του ήλιου.

thulebooks.gr