Τι λοιπόν, της ζωής μας το σύνορο
θα το δείχνη ένα ορθό κυπαρίσσι;
Κι’από ό,τι είδαμε, ακούσαμε, αγγίξαμε
τάφου γη θα μας έχει χωρίσει;
Ό,τι αγγίζουμε, ακούμε και βλέπουμε
τούτο μόνο ζωή μας το λέμε;
Κι’αυτό τρέμουμε μήπως το χάσουμε
και χαμένο στους τάφους το κλαίμε;
Σ’ ό,τι αγγίζουμε, ακούμε και βλέπουμε
της ζωής μας ο κόσμος τελειώνη;
Τίποτ’άλλο; Στερνό μας απόριμμα
τό κορμί που πετιέται και λυώνη;
Κάτι ανέγγιχτο, ανάκουστο, αθώρητο
Κι’ό,τι μέσα μας κρύβεται αγνώριστο
μήπως πέρα απ’ τον τάφο αρχίζη;
Η ψυχή ταξειδεύτρα μεσ’ τ’άπειρο
σταλαμίδα νερού μήπως μοιάζη;
που ανεβαίνη στα νέφη απ’ τα πέλαγα
κι’απ’τα νέφη στους κάμπους σταλάζη;
Μήπως ό,τι θαρρούμε βασίλεμα
γλυκοχάραμα αυγής είναι πέρα;
Κι’αντί να ’ρθη μια νύχτα αξημέρωτη
ξημερώνει μια αβράδυαστη μέρα;
Μήπως είναι η αλήθεια στο θάνατο;
Κι’ η ζωή μήπως κρύβη την πλάνη;
Ό,τι λέμε πως ζη μήπως πέθανε
κι’είναι αθάνατο ό,τι έχει πεθάνει;
Φωτερά σκοτάδια (1915)
Γεώργιος Δροσίνης