Ο Γιούκιο Μισίμα (Yukio Mishima) ήταν Ιάπωνας συγγραφέας και σκηνοθέτης.
Γεννήθηκε στο Τόκιο, στις 14 Ιανουαρίου 1925, από αριστοκρατική οικογένεια (με καταγωγή σαμουράϊ). Το πραγματικό του όνομα ήταν Κιμιτάκε Χιράοκα. Αυτοκτόνησε στις 25 Νοεμβρίου 1970.
Ως τα 12 του, τον μεγάλωσε η γιαγιά του Natsuko ή Natsu Nagai (απόγονος φεουδάρχη της εποχής των Τοκουγκάβα), η οποία ήταν μια γυναίκα πολύ καλλιεργημένη πνευματικά, αλλά και αυστηρή. Ανατράφηκε με τις αξίες της παράδοσης Μπουσίντο. Σπούδασε στο πρότυπο Σχολείο Peer. Ήταν ιδιοφυής και ξεχώρισε. Άρχισε να γράφει από 12 ετών. Το πρώτο του έργο, το Ηanazakari no Μori (Ολάνθιστο δάσος), στο οποίο ο αφηγητής εκφράζει την πίστη του, ότι οι πρόγονοί του ζουν μέσα του, δημοσιεύτηκε το 1941, όταν δηλαδή ήταν 16 ετών, σε συνέχειες στο περιοδικό “Βungei Βunka”, την επιμέλεια του οποίου είχε ο δάσκαλός του Σομίζου. Αμέσως, αποκαλύφθηκε ένα σπάνιο ταλέντο που κατέπληξε τους πάντες.
Στον στρατό εκπαιδεύτηκε στις δυνάμεις αυτοάμυνας.
Σπούδασε Νομικά στο Αυτοκρατορικό Πανεπιστήμιο του Τόκιο από το οποίο αποφοίτησε το 1947.
Εργάστηκε για λίγο ως δημόσιος υπάλληλος στο Υπουργείο Οικονομικών, αλλά σύντομα αφοσιώθηκε στην συγγραφή. Έγραψε αμέτρητα διηγήματα και 33 θεατρικά έργα, στο ανέβασμα των οποίων συμμετείχε και ο ίδιος ως ηθοποιός.
Αφιέρωσε την ζωή του στο γράψιμο. Χαρακτηριστικό της αφοσίωσής του αυτής, είναι το εξής γεγονός: πριν να παντρευτεί το 1958 την γυναίκα, με την οποία ήταν μαζί έως το τέλος της ζωής του, και με την οποία έκανε δύο παιδιά, την Γιόκο, (κόρη του διάσημου παραδοσιακού ζωγράφου Nei Sugiyama,) έκανε προγαμιαία συμφωνία, όχι με το σύνηθες, αμερικανικής εμπνεύσεως και προελεύσεως, περιεχόμενο, ρύθμισης οικονομικών και περιουσιακών θεμάτων, αλλά ότι η άμεση προτεραιότητα στην ζωή του θα είναι το γράψιμο και ότι γυναίκα του θα σέβεται τον προσωπικό του χώρο και χρόνο!
Όπως εξύμνησε στα έργα του το πνεύμα και το σώμα, έτσι και στην ζωή του φρόντισε να σεβαστεί και να «υπηρετήσει» και τα δύο. Παράλληλα με το συγγραφικό του έργο, γυμναζόταν συνεχώς και εκπαιδευόταν και ασκείτο στις πολεμικές τέχνες (καράτε και ξιφασκία κέντο, της οποίας απέκτησε πέντε νταν)
Οι ιδέες τουΗ εμπειρία του Β Παγκοσμίου πολέμου, οι ατομικές βόμβες, η ταπεινωτική ήττα της πατρίδας του, η προσπάθεια αμερικανοποίησης της Ιαπωνίας, επέδρασαν σημαντικά στην ζωή και , κατ’ επέκταση στο έργο του και τον οδήγησαν στην παθιασμένη υπεράσπιση της Ιαπωνικής Εθνικής Παράδοσης και του ηρωϊκού προτύπου του σαμουράι και αξιών, όπως η Τιμή και ο Ηρωικός Θάνατος. Αντιστάθηκε και «πολέμησε» την δυτικοποίηση της Ιαπωνίας και την προσπάθεια εξαφάνισης των ιαπωνικών ηρωικών ιδανικών και παραδόσεων. Το 1960 συμμετείχε στο μεγάλο αντιαμερικανικό κίνημα. Το 1967 υπέγραψε διαμαρτυρία κατά της Πολιτιστικής Επανάστασης του Μάο. ΄Ίδρυσε έναν δικό του στρατό σαμουράι , την «Εταιρεία της Ασπίδας» (Tatenokai), που απαρτιζόταν από εθνικιστές νέους, με αποστολή την προώθηση των πιο πάνω ιδανικών και την αντίσταση στην αμερικανική πολιτική, οικονομική, πνευματική κατοχή της πατρίδας τους . Ο στρατός αυτός, μάλιστα, αναγνωρίστηκε και επισήμως. Λέγεται ότι ο Μισίμα υπερασπιζόταν το πιο ακραίο, σκληρό και αυστηρό από τα τρία μπουσίντο. Είχε πει:
«Η ασχολία των σαμουράι ήταν ο θάνατος. Ασχέτως τού πόσο ειρηνική ήταν η εποχή, ο θάνατος ήταν το υπέρτατο κίνητρό τους, κι αν έστω και μια στιγμή έδειχναν φόβο και δισταγμό μπροστά του, εκείνη ακριβώς τη στιγμή έπαυαν να είναι σαμουράι.»Και:«Είτε συλλογιστούμε τον φυσικό θάνατο είτε, από την άλλη, όπως κάνει το Χαγκακούρε, το θάνατο στη μάχη ή ακόμα και την αυτοκτονία - ως την κατάλληλη ολοκλήρωση της πορείας ενός ανθρώπου προς την τελείωση - μου φαίνεται ότι δεν υπάρχει και μεγάλη διαφορά. Το γεγονός ότι κάποιος είναι προορισμένος για άνθρωπος της πράξης, δεν αλλάζει ούτε αλαφραίνει με οποιονδήποτε τρόπο τον φυσικό νόμο που λέει ότι όλα τα ανθρώπινα όντα υφίστανται το πέρασμα του χρόνου. Ένα δίλημμα μεταξύ ζωής και θανάτου λύσε το απλά, διαλέγοντας αμέσως το θάνατο».[από το βιβλίο του Yukio Mishima Η ηθική των σαμουράι στο σύγχρονη Ιαπωνία
(εκδ. Ερατώ, 1993), σε μετάφραση του Γιώργου Βλάχου]
Ήταν εθνικιστής, δηλαδή «καταραμένος» για την μετά τον Β Ππ εποχή, γι’ αυτό και, συχνά, αντιμετωπίστηκε επιφυλακτικά ή εχθρικά και, επανειλημμένως, έγινε προσπάθεια διακωμώδησής του, συκοφάντησής του αλλά και διαστρέβλωσης του νοήματος των ιαπωνικών παραδόσεων.
Το έργο τουΠαρ’ όλα αυτά η αξία του έργου του δεν ήταν δυνατόν να υποτιμηθεί, γι’ αυτό και θεωρήθηκε ένας από τους πιο σημαντικούς λογοτέχνες , παγκοσμίως, του 20ού αιώνα. Είχε προταθεί για το βραβείο Νόμπελ. Ο νομπελίστας Γιασουνάρι Καουαμπάτα, δάσκαλος και μέντορας του Μισίμα, είπε: «Ένας συγγραφέας του βεληνεκούς του Μισίμα, εμφανίζεται μια φορά κάθε διακόσια ή τριακόσια χρόνια».
Έγραψε διηγήματα, μυθιστορήματα, θεατρικά έργα και από το 1960 άρχισε να ασχολείται και με τον κινηματογράφο. Το 1966 σκηνοθέτησε την ταινία «Πατριωτισμός» με θέμα το σεπούκου, δηλαδή τον παραδοσιακό ιαπωνικό τελετουργικό τρόπο αυτοκτονίας (γνωστό στην Δύση ως χαρακίρι, χαρακτηρισμός όμως ο οποίος θεωρείται υβριστικός) το σενάριο της οποίας είχε γράψει ο ίδιος και στην οποία, επίσης, έπαιξεΜε τα θεατρικά του έργα προσπάθησε να αναβιώσει το περίφημο ιαπωνικό παραδοσιακό θέατρο Νο.
Το 1952 έγραψε το έργο «Ο ήχος των κυμάτων», το οποίο εμπνεύστηκε, μετά από ένα ταξίδι στην Ελλάδα, από την ιστορία του Δάφνη και της Χλόης. Το έργο αυτό βραβεύτηκε το 1956.
Το πιο σημαντικό του έργο είναι η επική τετραλογία «Η Θάλασσα της γονιμότητας», του οποίου ο πρώτος τόμος , το «Ανοιξιάτικο Χιόνι» άρχισε να γράφεται το 1964 και εκδόθηκε το 1966. Οι υπόλοιποι τόμοι είναι οι : «Αφηνιασμένα άλογα» , «ο ναός της Αυγής» και ο «Εκπεσών Άγγελος». Το έργο ολοκληρώθηκε το 1970 , ολοκλήρωση η οποία χρονικά ταυτίζεται με τον ηθελημένο θάνατο του ΜισίμαΟ Θάνατός του
Στις 25 Νοεμβρίου 1970, το πρωί, ο 45 χρονος Μισίμα, αφήνει για τον εκδότη του τον τελευταίο τόμο της αριστουργηματικής τετραλογίας του, με τίτλο «ο εκπεσών άγγελος» στον οποίο κατήγγελλε την παρακμή της Ιαπωνίας και την περιφρόνηση των παραδοσιακών αξιών. Μεταβαίνει μαζί με άλλα τέσσερα μέλη του στρατού του Tatenokai - όλοι ντυμένοι με την παραδοσιακή ιαπωνική στολή των σαμουράι- στην στρατιωτική βάση Ichigaya,( όπου από το 1966 γυμνάζονταν μετά από ειδική άδεια τα μέλη του στρατού του) στο Τόκιο, στο αρχηγείο των ιαπωνικών Δυνάμεων Αυτοάμυνας και καταλαμβάνουν το γραφείο του Διοικητή και συλλαμβάνουν ως όμηρο τον στρατηγό Mishita. Αξιωματικοί προσπαθούν να απελευθερώσουν τον στρατηγό και να συλλάβουν τον Μισίμα και τους συντρόφους του. Γίνονται μάχες σώμα με σώμα και, τελικά ,οι αξιωματικοί απωθούνται. Εν τω μεταξύ, από κάτω συγκεντρώνονται χίλιοι περίπου στρατιώτες. Δύο από τους συντρόφους του Μισίμα πετούν από το μπαλκόνι του δευτέρου ορόφου όπου βρίσκονται, φυλλάδια που καλούσαν σε επανάσταση για την αποκατάσταση της Ιαπωνίας. Μετά ο Μισίμα βγαίνει στο μπαλκόνι και υπό τον ενοχλητικό θόρυβο των ελικοπτέρων που πετούσαν από πάνω , των συνεχών «κλικ» των φωτογραφικών μηχανών, εκφωνεί έναν εμπνευσμένο πύρινο λόγο, προσπαθώντας να αφυπνίσει τους στρατιώτες, ώστε να αναλάβουν άμεσα δράση για την συνταγματική αλλαγή και την «επιστροφή της Ιαπωνίας στην πραγματική της μορφή» που είχε καταργηθεί μετά τον Β Παγκόσμιο Πόλεμο . Τους μιλά για «την απόκλιση της Ιαπωνίας από τον δρόμο του σπαθιού». Από κάτω , όμως, οι αποχαυνωμένοι από την αμερικανική πολιτική, πνευματική και πολιτισμική κατοχή, στρατιώτες δεν ξεσηκώνονται, αλλά αδιαφορούν κι ακόμη χειρότερα, τον περιγελούν και τον χλευάζουν. Τους φωνάζει:«βλέπουμε την πατρίδα μας να γλεντοκοπάει βυθισμένη στην ευμάρεια και να κολυμπάει στο χρήμα και την πνευματική κενότητα. Πώς γίνεται όμως να έχει αξία η ζωή μέσα σε ένα περιβάλλον όπου έχει πεθάνει το πνεύμα;» Οι στρατιώτες μένουν απαθείς, αποδεικνύοντας την βαθιά ηθική και πνευματική τους διάβρωση. Χαρακτηριστικά είναι τα λόγια που ψιθύρισε ο Μισίμα: «Νομίζω ότι ούτε καν με προσέχουν…». Φωνάζει τρεις φορές : «Ζήτω ο Αυτοκράτορας»! Ακολουθεί το τελευταίο στάδιο της αποστολής τους. Ο Μισίμα μπαίνει μέσα και αυτοκτονεί με τον παραδοσιακό τρόπο τον Σαμουράι, τον σεπούκου, διαμαρτυρόμενος, με αυτόν τον τραγικό τρόπο, για τον εκφυλισμό της πατρίδας του. Το ίδιο θα κάνει και o υπαρχηγός του ο Μορίτα. Είναι 12.15 το μεσημέρι. Οι υπόλοιποι τρεις συλλαμβάνονται. Στο αποχαιρετιστήριο ποίημά του, το οποίο σύμφωνα με την ιαπωνική παράδοση έπρεπε να γράψει ο μελλοντικός αυτόχειρας, έγραψε:
Μια μικρή νύχτα, θύελλα ξεσπάΛέγοντας "η πτώση είναι η πεμπτουσία του άνθους"
Προτρέποντας αυτούς που διστάζουν
Η ζωή και ο θάνατος του Μισίμα αποτελούν παράδειγμα σπάνιας συνέπειας στις ιδέες και αρχές, αλλά και ήθους. Η απήχηση που μπορούσε να έχει, ακόμη και μετά θάνατον, οδήγησε τους ιδεολογικούς και πολιτικούς εχθρούς του σε επίμονες προσπάθειες να τον συκοφαντήσουν ή να τον διακωμωδήσουν. Το να ζει και να πεθαίνει κάποιος, σύμφωνα με τις αρχές και την παράδοση της δικής του, ιδιαίτερης φυλής, δεν ταιριάζει στην αμερικανική «κουλτούρα της επιμειξίας και του πολυπολιτισμού». Παρ’όλο τον άτιμο και ανήθικο πόλεμο προς έναν νεκρό , το ενδιαφέρον για τον Μισίμα αναβιώνει και η ζωή, το έργο και ο θάνατός του προκαλούν τον θαυμασμό.
Ο τελευταίος σαμουράι ανήκει, πλέον, στην ιερή κάστα των Αυτόχειρων, Υπερασπιστών της Παράδοσης , της Αλήθειας και του Πνεύματος.ΒΙΒΛΙΑ ΤΟΥ ΠΟΥ ΚΥΚΛΟΦΟΡΟΥΝ ΣΤΑ ΕΛΛΗΝΙΚΑ