Η Γερμανία γιορτάζει τα είκοσι χρόνια επανένωσής της. (3 Οκτωβρίου 1990). Της ένωσης είχε προηγηθεί η «πτώση του Τείχους» από τις 9 Νοεμβρίου 1989. Και είναι αλήθεια ότι αυτό που έχει μείνει στην μνήμη μας και έρχεται αμέσως στο νου μας, όταν ακούμε ή μιλάμε για την επανένωση της Γερμανίας, είναι το Τείχος.
Το Τείχος ανεγέρθηκε στις 13 Αυγούστου 1961 προς μεγάλη έκπληξη των Γερμανών. Στην αρχή δεν ήταν τόσο ψηλό, περισσότερο ήταν φράχτης με συρματοπλέγματα που δήλωνε την διαίρεση, την διχοτόμηση και την απαγόρευση να περάσει κανείς στην άλλη πλευρά. Έξι ημέρες μετά, στις 19 Αυγούστου ο Rudolf Urban προσπάθησε να το περάσει και πυροβολήθηκε. Πέθανε ένα μήνα μετά. Στις 24 Αυγούστου ένας εικοσιτετράχρονος Γερμανός, ο Gunter Litfin. προσπάθησε να περάσει στον δυτικό τομέα της πόλης και πυροβολήθηκε και σκοτώθηκε άμεσα, γι’ αυτό και θεωρείται το πρώτο θύμα του Αγώνα των ανατολικογερμανών για Ελευθερία.
Στην αρχή , όπως είπαμε, το Τείχος δεν είχε υψωθεί πολύ. Οι δυτικογερμανοί στέκονταν στα όρια και αντίκρυζαν στην άλλη πλευρά τους δικούς τους. Επικοινωνούσαν με σινιάλα. Οι ανατολικογερμανοί από τα παράθυρά τους έβλεπαν την δυτικό Βερολίνο, έβλεπαν τους δικούς τους.
Πίστευαν πως θα κρατήσει λίγο, όσο μπορούσαν και κοιτούσαν απέναντι δεν έχαναν την ελπίδα. Αλλά η ελπίδα έπρεπε να πεθάνει. Το Τείχος υψώθηκε πολύ , τα παράθυρα «μπαζώθηκαν». Μόνη διέξοδος φαινόταν το «πέρασμα του Τείχους». Στα 28 χρόνια ύπαρξής του, 239 άνθρωποι σκοτώθηκαν στην προσπάθειά τους να αποδράσουν. 5043 κατάφεραν και πέρασαν χρησιμοποιώντας κάθε είδους μέσον, από πλαστά διαβατήρια αρχικά έως διάνοιξη τούνελ, ελικόπτερο, αερόστατα και φυσικά σκαρφαλώνοντας στο Τείχος. Πολύ περισσότεροι ήταν αυτοί, οι οποίοι στην προσπάθειά τους να περάσουν συνελήφθησαν. Υπολογίζεται ότι αυτοί ήταν τουλάχιστον 75.000. Οι ποινές που προβλέπονταν ήταν βαριές. Κάθειρξη έως και ισόβια! Το «έγκλημα» θεωρείτο μεγάλο. Ο τελευταίος που πυροβολήθηκε από συνοριοφύλακες και σκοτώθηκε, στην προσπάθειά του να δραπετεύσει, ήταν Chris Gueffroy στις 6-2-1989, εννιά μόλις μήνες πριν από την πτώση του Τείχους. Αλλά ο πραγματικά τελευταίος νεκρός είναι ο Winfried Freudenberg, ο οποίος στις 8 Μαρτίου του 1989, οκτώ μήνες πριν από την πτώση του Τείχους, προσπάθησε να περάσει στην Δυτική Γερμανία με αυτοσχέδιο αερόστατο και σκοτώθηκε, όταν αυτό κατέπεσε στο έδαφος.
Για τους ανατολικογερμανούς που δεν υπηρετούσαν το καθεστώς, η σκέψη του να περάσουν το Τείχος ήταν μόνιμη, χαρακτήριζε την ζωή τους. Οι περισσότεροι δεν το τόλμησαν φοβούμενοι τις συνέπειες σε περίπτωση αποτυχίας- ίσως όχι τόσο τον θάνατο, όσο την σύλληψη και τον εγκλεισμό στα κομμουνιστικά κάτεργα. Αλλά είναι συγκινητική η περίπτωση αυτών που προσπάθησαν, είτε πέτυχαν είτε όχι. Άνθρωποι «καθημερινοί» έως τότε, κάθε ηλικίας, με τις «μικρές» προσωπικές φιλοδοξίες όλων μας, με τα πάθη και τις αδυναμίες τους, ξαφνικά ανήχθησαν σε ηρωικές , τραγικές φιγούρες που αποφάσισαν να αναμετρηθούν με το Θάνατο και το Καθεστώς, να αντιτάξουν το ανάστημά τους, αηδιασμένοι από την υποταγή. Προσπάθησαν να περάσουν το Τείχος με κάθε τρόπο, άφησαν τα σπίτια τους, τους δικούς τους πιστεύοντας πως το πιο πιθανόν ήταν να μη τους ξαναδούν, πέρασαν αγωνιώδεις ώρες προσπάθειας και πόνου. Κατά την προσπάθειά τους να διαφύγουν, δεν σταματούσαν να νιώθουν ότι κάθε στιγμή ήταν η τελευταία τους, ένιωθαν πως έγιναν αντιληπτοί, ότι στην πλάτη τους καρφώνονταν τα ψυχρά μάτια του συνοριοφύλακα και η κάννη του όπλου του… Μερικές φορές είχαν την ψευδαίσθηση ότι ακούν τον ήχο του πυροβολισμού , ότι νιώθουν το άγγιγμα του θανάτου. Άλλοτε πάλι, μέσα στον παραλογισμό που τους προκαλούσε η μεγάλη αγωνία σκέφτονταν πώς ίσως ήταν, ήδη, νεκροί…
Για κάποιους όλα τα παραπάνω δεν ήταν ψευδαίσθηση, ήταν αλήθεια…
Έτσι πραγμάτωναν, οι ηρωικοί αυτοί φυγάδες, το δικό τους «Ελευθερία ή Θάνατος».
Πολλοί απέτυχαν….. Αλλά και όσοι τα κατάφεραν βίωσαν, μετά την αρχική χαρά, την διάψευση. Ο καπιταλιστικός παράδεισος της απέναντι πλευράς , δεν ήταν καθόλου παράδεισος, αλλά πολύ καπιταλιστικός… Με απογοήτευση διεπίστωσαν ότι στον κόσμο που γεννήθηκε μετά το 1945, οι έννοιες είχαν χάσει το αρχικό τους νόημα και η «ελευθερία» της Δύσης δεν ήταν παρά η άλλη όψη του ιδίου νομίσματος.
Ο Γερμανός ποιητής Αντρέας Ντόναθ, έγραψε το ακόλουθο ποίημα (η μετάφραση είναι του Άγγελου Παρθένη) για μια φοιτήτρια που σκοτώθηκε επιχειρώντας να περάσει απέναντι:
ΕΠΙΤΑΦΙΟΣ ΓΙΑ ΜΙΑ ΦΟΙΤΗΤΡΙΑ
Στο στόμα σου έσπασε η κραυγή
καθώς ο θάνατος σ’ έσπρωξε προς το χώμα.
Στον τσιμεντένιο τοίχο πλάι τα χέρια σου εβασίλεψαν
με δάχτυλ’ άδεια από τον πόνο˙
στο σπαραγμένο βλέμμα των ματιών σου
έπεσε φως, και σκόνη, και νεκρά μαλλιά.
……
Το μεσημέρι σε κατασκέπασε με καμπάνες.
Τ’ ανάλαφρα χέρια σου ανοιχτά,
τον ήχο δεν μπορούσες να βαστάξεις,
όπου το μέτωπό σου θα ήθελε να σβήσει,
τώρα βαριά απ’ τις πέτρες συνθλιμένο,
το αίμα γύρω σου καταπλημμυρούσε.
……
Δεν ήσουν στο χιονιά συνηθισμένη
και η γαλήνη της ελπίδας σου
δεν είχε κόκκινο άστρο στα μαλλιά.
Είχες ένα χαμόγελο που φλόγιζε,
πέταξαν τα μαλλιά σου με τα σύννεφα,
πίσω από τις καμπάνες, στ’ άδειο φως.