Συγγραφέας:ΣΙΝΟΥ ΚΙΡΑ
Εκδοτικός Οίκος:ΚΕΔΡΟΣ
Σελίδες:175
Ημερομηνία Έκδοσης:1992
ISBN:960-04-0643-Χ
Σειρά:ΓΙΑ ΠΑΙΔΙΑ ΑΠΟ 9 ΕΤΩΝ
Κάθε φορά που ακούμε για τον βασιλιά Αλέξανδρο ο νούς μας πάει , στο Μεγαλέξανδρο .Όμως πριν απ εκείνον υπήρξε ένας άλλος Αλέξανδρος , ο Πρώτος βασιλίας της Μακεδονίας , του οποίου τρισέγγονος ήταν ο Μεγαλέξανδρος .Τη δική του ζωή διηγήται το βιβλίο .
Απόσπασμα από το βιβλίο "Κάτω από τον ήλιο της Μακεδονίας"
Βραβείο Κέντρου Τέχνης Παιδιού 1992
Στο προαύλιο του χαμηλού μακρόστενου σπιτιού τους, που το μισοκρύβανε μεγάλες κι απλώκλωνες καστανιές, επικρατούσε μεγάλη φασαρία. Μουλάρια κι άλογα φορτωμένα στεκόταν με τα κεφάλια τους κρεμασμένα από την κούραση και τα ξεφόρτωναν άνθρωποι με ξενικά ρούχα, ενώ οι άντρες και τα νεαρά αγόρια που ανήκανε στο κτήμα παίρνανε ύστερα τα ζώα από το χαλινάρι να τα τρίψουν και να τα σκουπίσουν από τον ιδρώτα, οδηγώντας τα στη συνέχεια στο ποτάμι να τα ποτίσουνε. Στην πόρτα η μητέρα του η Κυννάνη, μ' ένα πέπλο ριγμένο στα πλούσια μαλλιά της, μιλούσε μ' έναν ξένο που τα ρούχα του, μόλο που ήταν σκονισμένα από τον κουρνιαχτό του δρόμου, τον έκαναν να ξεχωρίσει ανάμεσα στους άλλους.
- Ξένοι! Έκανε έκπληκτος ο Παυσανίας. Από που μας έρχονται άραγε και τι γυρεύουνε;
Έκανε νόημα στον Αλκέτα να τον ακολουθήσει, χτύπησε με τις φτέρνες του τα πλευρά του αλόγου του και ροβόλησε την πλαγιά για να φτάσει μια ώρα αρχύτερα στο σπίτι.
Η μητέρα τους υποδέχτηκε με χαμόγελο, αλλά ούτε που πρόσεξε το ζαρκάδι στο άλογο του Αλκέτα. Τα μάτια της λάμπανε, τα μάγουλά της είχαν ροδίσει από τη συγκίνηση. Δε φιλοξενούσαν δα κάθε μέρα ξένους στο σπίτι τους, καθώς απείχε αρκετά από τη δημοσιά, κι ένιωθε ενθουσιασμένη και μαζί αναστατωμένη. Ένας ξένος στα απομονωμένα τους κτήματα έφερνε πάντα νέα, και ήταν ο μόνος τρόπος να μάθουν τι γινόταν στον κόσμο έξω από το μικρό τους περίγυρο. Ακόμα καλύτερα αν ο ξένος τύχαινε να είναι Έλληνας και δεν είχαν δυσκολίες να συνεννοηθούν μαζί τους.
Ο ξένος αποδείχτηκε ευτυχώς ότι ήταν Έλληνας, μόνο που δεν ερχόταν από την Ελλάδα, αλλά από έναν τόπο πολύ πιο μακρινό.
- Από ποια αποικία; ρώτησε χωρίς περιστροφές ο Φιλώτας.
- Η πόλη μου δεν είναι αποικία, δήλωσε με περηφάνια ο ξένος. Είναι ανεξάρτητη πολιτεία. Είναι το Παντικάπαιον.
Ο Παυσανίας κοίταξε τον ξένο προσπαθώντας να κρύψει την απορία του, γιατί δεν ήθελε να του δείξει ότι δεν την είχε καν ακουστά αυτή την πόλη, μην τον περάσει ο άλλος για ακατατόπιστο. Ο Φιλώτας όμως δεν είχε τέτοιους ενδοιασμούς. Ρώτησε κοφτά:
- Και που βρίσκεται αυτή η πόλη με το τόσο περίεργο όνομα;
Ο ξένος χαμογέλασε:
- Είστε τυχεροί εδώ στη Μακεδονία που έχετε πλούσια χώματα και δε χρειάζεται να φέρνετε το σιτάρι για το ψωμί σας από άλλους τόπους. Γιατί τότε θα την ξέρατε, όπως την ξέρουν οι Αθηναίοι.
- Από το... το Παντικάπαιο το φέρνουν δηλαδή οι Αθηναίοι; ρώτησε πάλι ο Φιλώτας. Δεν το φέρνουν από τη Σκυθία*;
- Το σιτάρι το βγάζει η Σκυθία, εξήγησε υπομονετικά ο ξένος, αλλά οι Σκύθες το φέρνουν σε μας, τους Έλληνες εμπόρους, στις πόλεις του Κιμμέριου Βόσπορου**, που συνορεύει με τη Σκυθία, και μεις το μεταπουλάμε στους Αθηναίους.
- Αφήστε τον ξένο μας πρώτα να νιφτεί και να φάει, διέκοψε την κουβέντα χαμογελαστή η Κυννάνη. Ξεχνάτε τους κανόνες της φιλοξενίας: πρώτα να ξεκουραστεί ο ταξιδιώτης κι έπειτα να φάει. Και τότε είμαι σίγουρη ότι θα σας πει όλα όσα θέλετε να μάθετε.
Τα φαγητά που βάλανε μπροστά στον ξένο ήταν πλούσια. Δεν είχαν ίσως τη λεπτή γεύση της αθηναϊκής κουζίνας, αλλά το κρέας, το κυνήγι και το ποταμίσιο ψάρι αφθονούσαν. Ο Αλκέτας και τα άλλα νεαρά παιδιά, αφού ακούμπησαν τους φορτωμένους δίσκους στο χαμηλό τραπέζι και γέμισαν ως επάνω τα κύπελλα με το μαύρο μπρούσκο κρασί, κάθισαν κι αυτοί στο τραπέζι να παρακολουθήσουν τη συζήτηση.
Ο ταξιδιώτης τους κοίταξε ξαφνιασμένος, μα δε μίλησε.
Ο Παυσανίας έκανε σπονδή στον Ξένιο Δία και σήκωσε την κούπα του:
- Καλώς μας ήρθες, ξένε, και είθε ο Θεός να φυλάει εσένα, τους ανθρώπους σου και το εμπόρευμά σας ώσπου να φτάσετε στον προορισμό σας.
Ο Βοσποριανός έφερε το κύπελλο στο στόμα του, γεύτηκε το κρασί και το πρόσωπό του φωτίστηκε:
- Άκρατος ο οίνος σας! Τον πίνετε ανέρωτο εδώ στη Μακεδονία, όπως το συνηθίζουμε και μεις στο Βόσπορο.
- Δε μας αρέσει να πίνουμε νερό αντί για κρασί όπως οι Αθηναίοι. Όλοι εμείς οι Βόρειοι θέλουμε το κρασί να είναι κρασί. Και σεις στο Βόσπορο σίγουρα από τους Σκύθες θα το μάθατε. Πες μου όμως πως βρέθηκες εδώ, τόσο μακριά από τη δημοσιά;
- Έχουμε πόλεμο, δεν το μάθατε;
- Πόλεμο; ρώτησε ο Φιλώτας. Με ποιον πολεμάμε και δεν το ξέρουμε;
- Όχι εσείς. Οι Πέρσες είχαν αρχίσει πόλεμο με τους Σκύθες***, ηττήθηκαν όμως και τα βάλανε τώρα με τους Θράκες. Το κακό είναι ότι οι Πέρσες για να πολεμήσουν τους Σκύθες φτιάξανε γέφυρα από πλοία στον Ελλήσποντο και τον κλείσανε. Γι' αυτό αναγκάστηκα να μην κατεβάσω το εμπόρευμά μου από τη θάλασσα στην Αθήνα, αλλά να ακολουθήσω το χερσαίο δρόμο. Και τώρα κόψανε από ένα μονοπάτι, μπερδευτήκαμε και βρεθήκαμε εδώ.
- Ας ελπίζουμε, έκανε σκεφτικός ο Παυσανίας, ότι ο πόλεμος δε θα φτάσει ως εδώ.
- Πολύ το φοβάμαι, είπε ο ξένος. Τους Θράκες θα τους νικήσουν σχετικά εύκολα γιατί είναι πολλές φυλές μαζί και δε συμφωνούν μεταξύ τους. Και τότε ο Δαρείο θα στραφεί εναντίον σας κι από δω θα περάσει στη Θεσσαλία. Λένε στο Βόσπορο πως ο αντικειμενικός σκοπός του Μεγάλου Βασιλιά είναι να κατακτήσει την Ελλάδα, γι' αυτό έκανε πόλεμο στους Σκύθες, για να μην μπορούν να πουλάνε το σιτάρι τους στους Αθηναίους. Έλπιζε να τους κόψει έτσι τον ανεφοδιασμό.
Ο Βοσποριανός σώπασε και κοίταξε ένα γύρο το ακροατήριό του. Στο κοκκινωπό φως των δαδιών τα πρόσωπά τους φάνταζαν ανάγλυφα, με τις σκιές να σκάβουν βαθουλώματα στα μάγουλά τους και να τονίζουν τα θεληματικά χαρακτηριστικά τους. Ο Παυσανίας καθόταν αμίλητος και συλλογισμένος. Ο Φιλώτας βλοσυρός μελετούσε καχύποπτα τον ξένο ζυγιάζοντας τα λόγια του, μα οι νεότεροι άντρες και τ' αγόρια ζωήρεψαν με την ιδέα της μάχης και της αναμέτρησης με τον επικίνδυνο εχθρό. Τα μάτια του Αλκέτα σπίθιζαν και λάμπανε χαρούμενα.
- Θα δούμε, έκανε ο Παυσανίας, ίσως και να μη μας πειράξουν. Άσε πρώτα να τελειώσουν με τους Θράκες...
- Δε θ' αργήσουν, είπε με έμφαση ο Βοσποριανός. Ο περσικός στρατός, που τον διοικεί ο Μεγάβαζος, ένας από τους καλύτερους στρατηγούς τους, αριθμεί ογδόντα χιλιάδες άντρες. Και τότε θα αναγκαστείτε να διαλέξετε αν θα πολεμήσετε ή θα παραδοθείτε.
- Ογδόντα χιλιάδες! έκανε σκυθρωπός ο γερο-Φιλώτας. Πως θα τα βγάλουμε πέρα μαζί τους, όσο καλοί κι αν είναι οι πολεμιστές μας;
- Δε θα τ' αποφασίσουμε εμείς, τον έκοψε ο Παυσανίας. Ο Αμύντας θ' αποφασίσει. Εκείνος είναι ο βασιλιάς.
Το κέφι κόπηκε. Δεν κάθισαν πολύ στο τραπέζι, όπως θα γινόταν άλλη φορά. Ο Βοσποριανός είπε ότι ήταν κουρασμένος και θα ήθελε να κοιμηθεί. Ο Παυσανίας ευγενικός τον συνόδεψε στον ξενώνα.
- Πες μου κάτι, ρώτησε ο ξένος προτού περάσει το κατώφλι. Το συνηθίζετε εσείς να τρώτε μαζί με τους δούλους;
- Ποιους δούλους; κοντοστάθηκε ο Παυσανίας. Για ποιους λες;
- Εκείνους τους νεαρούς που μας σερβίρανε το φαγητό και το κρασί.
- Δεν είναι δούλοι, τον έκοψε ο Παυσανίας. Ο ένας ήταν ο γιος μου, ο Αλκέτας, οι άλλοι παιδιά των συμπολεμιστών μου. Εμείς τους μαθαίνουμε έτσι. Δεν υπάρχουν δούλοι στη Μακεδονία. Όλοι οι Μακεδόνες είναι ελεύθεροι πολίτες.
* Έτσι λεγόταν στην αρχαιότητα η σημερινή Ουκρανία, που την κατοικούσαν νομάδες, μα και γεωργοί Σκύθες.
** Η σημερινή Κριμαία
*** Οι Πέρσες εισβάλανε στη Σκυθία περίπου το 512 π.Χ. Η ακριβής χρονολογία δεν είναι γνωστή.
Το βιβλίο ''ΚΑΤΩ ΑΠΟ ΤΟΝ ΗΛΙΟ ΤΗΣ ΜΑΚΕΔΟΝΙΑΣ'' μπορείτε να το βρείτε εδώ