Σάββατο 19 Μαρτίου 2011

Η ΜΕΓΑΛΗ ΕΚΚΛΗΣΙΑ ΕΝ ΑΙΧΜΑΛΩΣΙΑ


ΤΟ ΠΑΤΡΙΑΡΧΕΙΟ ΤΗΣ ΚΩΝΣΤΑΝΤΙΝΟΥΠΟΛΕΩΣ ΛΙΓΟ ΠΡΙΝ ΑΠΟ ΤΗΝ ΑΛΩΣΗ ΤΗΣ ΠΟΛΗΣ ΜΕΧΡΙ ΚΑΙ ΤΗΝ ΕΠΑΝΑΣΤΑΣΗ ΤΟΥ 1821


Ο ιστορικός – διαπρεπής Άγγλος βυζαντινολόγος και πολυγραφότατος συγγραφέας– σερ Στίβεν Ράνσιμαν (1903-2000), υπήρξε φιλέλληνας και για να γίνουμε περισσότερο κυριολεκτικοί, υπήρξε ένα από τα πιο σταθερά σημεία αναφοράς της νεοελληνικής μας ιδεολογίας. Μετά από μια σύντομη θητεία στη βρετανική πρεσβεία της Σόφιας, στην πρεσβεία του Καΐρου και μια μικρή παραμονή στην Κωνσταντινούπολη, όπου δίδαξε Βυζαντινή Τέχνη και Ιστορία στο εκεί πανεπιστήμιο, κατέληξε στην Αθήνα, διευθυντής του Βρετανικού Συμβουλίου από το 1945 έως το 1947. Συνεργάστηκε με τον Πάτρικ Λη Φέρμορ και γνωρίστηκε με τον Κ. Γ. Κατσίμπαλη και τον Γιώργο Σεφέρη. Το 1997 ήρθε για μια φορά ακόμη στην Αθήνα για να τιμηθεί με το Βραβείο Ωνάση.
H ιστορία της Ελληνικής Εκκλησίας επί οθωμανικής κυριαρχίας είναι ελάχιστα γνωστή. Την περίοδο εκείνη ο ελληνισμός επέζησε τρεφόμενος από την Εκκλησία, γιατί οι Έλληνες αδιάκοπα ήλπιζαν και έκαναν σχέδια για την ημέρα που θα ανακτούσαν εκ νέου την ελευθερία τους. Δεν μπορεί κανείς να επιρρίψει εξολοκλήρου την ευθύνη στους Τούρκους εάν οι βλέψεις των Ελλήνων τους προκαλούσαν να δρουν ως απάνθρωποι δυνάστες. Αλλά υπήρξαν Τούρκοι, όπως ο σουλτάνος Σουλεϊμάν ο Μεγαλοπρεπής, που ο λαός του τον ονόμασε Νομοθέτη, ή οι Μεγάλοι Βεζίρηδες της οικογένειας Köprülü, οι οποίοι ήταν με συνέπεια δίκαιοι και φιλικοί απέναντι στους Έλληνες. Ακόμη και ο σουλτάνος Μωάμεθ ο Πορθητής, αφού κορέστηκε ο άγριος πόθος του για κατακτήσεις (και δεν ήταν πιο άγριος από πολλούς συγχρόνους του στην αναγεννησιακή Ευρώπη), περηφανευόταν να αποκαλεί τον εαυτό του αυτοκράτορα των Ελλήνων, καθώς και των Τούρκων. Στο επίπεδο των πιο χαμηλών κοινωνικών τάξεων, οι σχέσεις ανάμεσα στα δύο έθνη ήταν συχνά αληθινά φιλικές. Εάν απορρίψουμε τους Έλληνες ως ανέντιμους και τους Τούρκους ως άγριους, πέφτουμε στο κενό. Παρομοίως δεν πρέπει να επιτρέπουμε στα αισθήματά μας υπέρ ή εναντίον της Ρωμαιοκαθολικής Εκκλησίας να επηρεάζουν την αντικειμενικότητά μας. Ο ιστορικός έχει τις προσωπικές του προτιμήσεις και συμπάθειες, αλλά η πολυμάθεια δεν έχει ως αποτέλεσμα την κατανόηση του θέματος, εκτός εάν τη χειριστεί κανείς με ανοχή και χωρίς προκαταλήψεις. Ο Ράνσιμαν επισημαίνει ότι οι Έλληνες παρουσιάζουν την τάση να μην ασχολούνται με την ιστορία των προγόνων τους που έζησαν επί Τουρκοκρατίας. «Σφάλλουν, επειδή αυτή φέρει μαρτυρίες για το θάρρος και την ακατανίκητη ζωτικότητα του Ελληνισμού, καθώς και για την πνευματική δύναμη της Αγίας Ορθόδοξης Εκκλησίας, αν και περιέχει πολλά στοιχεία τα οποία θα τους προκαλούσαν μελαγχολία εάν τα ανακαλούσαν στη μνήμη τους. Η ιστορία έχει επίσης πανανθρώπινο ενδιαφέρον, γιατί δείχνει τι μπορεί να συμβεί σε άνδρες και γυναίκες που εξαναγκάζονται να γίνουν πολίτες δεύτερης κατηγορίας. Στην εποχή μας υπάρχουν ακόμη χώρες στις οποίες μεγάλα τμήματα του πληθυσμού είναι πολίτες δεύτερης κατηγορίας, οπότε αυτό μάλλον δεν είναι άνευ ενδιαφέροντος».
Η σημαντικότητα του συγκεκριμένου έργου του Ράνσιμαν δεν προκύπτει επειδή τούτο αφορά τα εξακόσια χρόνια και τις εμπειρίες κατ’ αυτή την περίοδο ενός από τα πιο σημαντικά τμήματα της χριστιανοσύνης, αλλά και γιατί πρόκειται για ένα χρονικό διάστημα για το οποίο ελάχιστα πράγματα μας είναι γνωστά. Ο συγγραφέας έπρεπε, στην πραγματικότητα μόνος, να πλάσει τις δικές του ιστορικές κατηγορίες και να χαράξει τον δικό του δρόμο. Τόσο οι λόγιοι όσο και οι μη λόγιοι, που ασχολήθηκαν προηγουμένως με την Ελληνική Εκκλησία, την αντιμετώπισαν ως έναν θεσμό, που ξαφνικά είχε πάψει να εξελίσσεται και δεν είχε ευδιάκριτη ιστορία. Ο Ράνσιμαν με επιδέξια προσοχή στις λεπτομέρειες και με σαφήνεια αναδεικνύει το θέμα.
Στο πρώτο μέρος (η Εκκλησία την παραμονή της Άλωσης της Κωνσταντινούπολης) πραγματεύεται την οργάνωση της Εκκλησίας με το Κράτος, της Ελληνορθόδοξης με τη Ρωμαιοκαθολική Εκκλησία, της Εκκλησίας με την εκπαίδευση και τις θεολογικές διαμάχες. Συμπεριλαμβάνει αυτές τις εξελίξεις στην πολιτική μοίρα και στις διπλωματικές σχέσεις της παρακμάζουσας Βυζαντινής Αυτοκρατορίας. Αυτές οι εκκλησιαστικές εξελίξεις της εποχής των Παλαιολόγων είναι κατά τον Ράνσιμαν το απαραίτητο υπόβαθρο για την πραγμάτευση της μοίρας της Ελληνικής Εκκλησίας κατά τη μακραίωνη οθωμανική κυριαρχία.
Μακράν το πιο καινοτόμο και γοητευτικό τμήμα του έργου είναι το δεύτερο μέρος, στο οποίο ο Ράνσιμαν γίνεται συναρπαστικός με πολλές από τις μείζονος σημασίας πλευρές της εκκλησιαστικής Ιστορίας εκείνης της σκοτεινής περιόδου. Η καταγραφή είναι σύγχρονη και συμπεριλαμβάνει: το νέο νομικό καθεστώς της Εκκλησίας και τις σχέσεις της με το οθωμανικό κράτος, την εκπαίδευση, το δόγμα, τις σχέσεις με τη Ρωμαιοκαθολική, τη Λουθηρανική, την Καλβινιστική και την Αγγλικανική Εκκλησία, τις σχέσεις ανάμεσα στην Κωνσταντινούπολη και τη Μόσχα, τους Φαναριώτες και την Εκκλησία σε σχέση με τον ελληνικό λαό. Πολλά από αυτά τα θέματα είχαν υποστεί ανεπαρκή και όχι ικανοποιητική πραγμάτευση και οι μελέτες που είχαν δημοσιευθεί ήταν ελάχιστες και ως επί το πλείστον σε σπάνιες γλώσσες, με αποτέλεσμα να είναι απρόσιτες στο ευρύ αναγνωστικό κοινό. Το έργο του σερ Στίβεν Ράνσιμαν κατά κύριο λόγο προσπαθεί να χαρτογραφήσει τις κυριότερες εξελίξεις και εμπειρίες της Ελληνικής Εκκλησίας υπό την οθωμανική κυριαρχία. Όταν κυκλοφόρησε το 1968 το περιοδικό Times Literary Supplement σημείωσε χαρακτηριστικά ότι «ούτε στα αγγλικά, ούτε σε οποιαδήποτε άλλη δυτικοευρωπαϊκή γλώσσα υπάρχει μελέτη αντίστοιχης έκτασης και πνευματικής οξύνοιας».


Το βιβλίο ''Η ΜΕΓΑΛΗ ΕΚΚΛΗΣΙΑ ΕΝ ΑΙΧΜΑΛΩΣΙΑ'' μπορείτε να το βρείτε εδώ