«Παρίσι, 17 του Φλεβάρη 1903
Φίλε Κύριε,
Εδώ και λίγες μέρες πήρα το γράμμα σας. Θέλω να σας ευχαριστήσω για τη μεγάλη και πολύτιμη, για μένα, εμπιστοσύνη που μου δείχνετε. Δε μπορώ όμως να κάνω τίποτα περισσότερο. Δε μπορώ να μπω στην τεχνική των στίχων σας: κάθε είδους κριτική βλέψη είναι κάτι τόσο ξένο από μένα… Η κριτική είναι το χειρότερο μέσο για ν’ αγγίξεις ένα έργο τέχνης: καταντάει πάντα σε πετυχημένες, λίγο ή πολύ, παρανοήσεις…… Απ’ όλα πιο αδύνατο είναι να εκφράσουμε τα έργα της τέχνης, τις μυστηριακές αυτές υπάρξεις που η ζωή τους δε γνωρίζει τέλος, καθώς πορεύεται πλάι στη δική μας την περαστική, την πρόσκαιρη ζωή…..»
«….Τα έργα τέχνης ζουν μέσα σ’ απέραντη μοναξιά, κι η κριτική είναι το χειρότερο μέσο για να τα ζυγώσεις. Μονάχα η αγάπη μπορεί να τα «συλλάβει», να τ’ αγκαλιάσει, να σταθεί δίκαιη απέναντί τους. – Να πιστεύετε, πάνω απ’όλα, ό,τι σας λέει το δικό σας το αίσθημα, στο πείσμα όλων αυτών των αναλύσεων, των συζητήσεων, των εισαγωγών..»
«Οι γύρω σας – λέτε- σας είναι μακρινοί κι απόξενοι: αυτό θα πει πως ένα πλατύ διάστημα αρχίζει να ξανοίγεται ολόγυρά σας και να σας χωρίζει απ’ αυτούς. Κι όταν σας φαίνεται απόμακρος ο περίγυρός σας, τότε θα πει πως το διάστημα τούτο είναι απροσμέτρητα πλατύ κι αγγίζει τ’ αστέρια».
«…Η εσώτατη πορεία σας αξίζει όλη σας την αγάπη, πρέπει να εργαζόσαστε αδιάκοπα γι’ αυτήν, και να μη χάνετε πολύν καιρό και πολύν κόπο ξεκαθαρίζοντας τις σχέσεις σας με τους άλλους ανθρώπους….»
«…Στο δρόμο του Έρωτα (όπως και στο δρόμο του Θανάτου, που είναι δύσκολος κι αυτός) δεν θα βρεις- άμα τον αντικρύζεις σοβαρά – κανένα φως, καμιάν απόκριση, ούτε σημάδι, ούτε χαραγμένο δρόμο, για να σε βοηθήσουν. Και για τα δυο τούτα καθήκοντα , που κρατάμε κρυμμένα μέσα μας και τα παραδίνουμε στους άλλους χωρίς να φωτίσουμε το μυστικό τους, δεν υπάρχουν γενικοί κανόνες. Όσο όμως πιο πολύ αποζητάμε τη μοναξιά στη ζωή μας, τόσο περισσότερο ζυγώνουμε το μεγάλο νόημα του έρωτα και του θανάτου…»
«…Κι αν πλάσουμε τη ζωή μας σύμφωνα με την αρχή πως πρέπει πάντα να αποζητάμε το δύσκολο – τότε όλα κείνα, που σήμερα ακόμα μας φαίνονται τόσο ξένα, θα πλημμυρίσουν εμπιστοσύνη και πίστη. Πώς θα μπορούσαμε να ξεχάσουμε τους αρχαίους εκείνους μύθους, που ανταμώνουμε στα πρώτα βήματα όλων των λαών, τους μύθους των δράκων που, την κρίσιμη στιγμή, μεταμορφώνονται σε πριγκηπέσες; Ίσως όλοι οι δράκοι της ζωής μας να ’ναι πριγκηπέσες, που δεν προσμένουν παρά την ώρα που θα μας δουν όμορφους και τολμηρούς…»