Για το Ανάμεσα σε δυο μυλόπετρες
« Όσο περισσότερο βυθίζομαι μέσα στις σελίδες του “ Ανάμεσα σε δυο μυλόπετρες” τόσο περισσότερο εκτιμώ την αφηγηματική, τη συγγραφική ικανότητα της συγγραφέως. Η Σίτσα Καραϊσκάκη δίνει την ιστορική πραγματικότητα και το μύθο, αυτή την αναγκαία επέκταση και προκάλυψη της πραγματικότητας με άνεση, με ευστροφία, με γνώση, με αλάθευτη πείρα ζωής. Κινεί το ενδιαφέρον του αναγνώστη. Αυτό είναι, φρονώ, το σημαντικώτερο σε μια εποχή, που είναι γεμάτη βαρετά βιβλία».
Ι. Μ Παναγιωτόπουλος
«Με πυρετικό ενδιαφέρον διάβασα το βιβλίο της Σίτσας Καραϊσκάκη Ανάμεσα σε δυο μυλόπετρες. Η συγγραφεύς είναι μεγάλη μαστόρισα του λόγου και της τεχνικής του. Οι ρίζες της βαστούν από τις μεγάλες αφηγηματικές “θέσεις” ενός Μπαλζάκ και ενός Ντοστογιέφσκι».
Νέστορας Μάτσας, Λογοτέχνης-Σκηνοθέτης
«Κανένα βιβλίο δεν με αιχμαλώτισε και δεν με παρέσυρε τόσο δυνατά όπως το Ανάμεσα σε δυο μυλόπετρες. Κάθε στιγμή σταματούσα και φώναζα μόνος μου: εξαίσιο, υπέροχο, μοναδικό. Το βιβλίο αυτό σε κατακτά με μια ανείπωτη δύναμη».
Χρήστος Σολομωνίδης, Λογογράφος
« Εθαύμασα για μίαν εισέτι φοράν, διαβάζοντας το βιβλίο σας Ανάμεσα σε δυο μυλόπετρες, την συγγραφική σας δεινότητα, τον ανεξάντλητο πλούτο των γνώσεών σας και την ευγένειαν των αισθημάτων σας».
Ο Μητροπολίτης Μυτιλήνης Ιάκωβος
«Το βιβλίο Ανάμεσα σε δυο μυλόπετρες μου εκίνησε ζωηρό το ενδιαφέρον. Το διαβάζω με απληστία, γιατί του αξίζει. Η μεγάλη ειλικρίνεια της συγγραφέως κάνει πολύτιμο το βιβλίο αυτό για τον άνθρωπο της εποχής μας».
Νίκος Μηλιώρης, Λογοτέχνης
«Το βιβλίο Ανάμεσα σε δυο μυλόπετρες μ’ άγγιξε κατάβαθα. Τι θαυμάσιες περιγραφές, τι δραματικές σκηνές, πόσο ψυχογραφικό βάθος και πόσες γνώσεις. Μια απέραντη ποίηση και ένας μεγάλος ανθρωπισμός διατρέχει ολόκληρο το έργο»
Αριστείδης Κλήμης, Λογοτέχνης
Απόσπασμα από το ''Ανάμεσα σε δυο μυλόπετρες''
« Σαν σπάθη έπεσε στο κεφάλι του η είδηση, πως η Νατάλγια έφυγε για την πατρίδα του εκβιαστή της, για την καρδιά της Ανατολής, κανείς να μην τη δει, κανείς να μη ζητήσει να την πάρει, να την λεφτερώσει. Ποτέ δεν πίστευε ο Λεντζ, πως τόσο θα του κόστιζε αυτός ο χωρισμός. Χρόνια τώρα πολεμιστής, χρόνια στο μέτωπο μάτια με μάτια με το θάνατο είχε σκληρύνει την καρδιά του. Είδε να πέσουν σύντροφοί του, να ξεψυχούν στα χέρια του αγαπημένοι του φίλοι, ποτές όμως δεν ένοιωσε την καρδιά του τόσο βαριά. Τώρα που μια πνοή έσβησε τη φλόγα του ονείρου του, ενός ονείρου που άπλωσε τα φτερά του ανέλπιστα κάτω από μια κιτρινισμένη καρυδιά, μέσα σ’ ένα τοπείο ρημαγμένο από τις οβίδες για να πέσει πληγωμένο στη γη, τώρα ένοιωθε για μια στιγμή τη ζωή αυτή βαριά κι’ ανυπόφορη.
Έπρεπε όμως να μείνει κάμποσες μέρες ακόμα σ’ αυτή τη χαλασμένη φωλιά για να πιστοποιεί σαν γιατρός που ήτανε πως τα καραβάνια των εξορίστων που περνούσαν για το Βορρά είναι ελεύθερα από τύφο.
Πόσο βαριά του φαίνονταν η μέρα! Μολύβι… Ζήταγε πάντα μέσα στα καραβάνια των δυστυχισμένων να δει το χρυσό φως των ματιών της, μα κάθε φως ήτανε εκεί σβησμένο. Το βράδυ τράβαγε προς την καρυδιά, μα βάραινε κι’ αυτή, σαν να ‘πεφτε κι αυτή ολόκληρη με τα χοντρά της κλωνιά πάνω στ’ αστήθι του. Πλησίαζε κι’ ακουμπούσε πάνω στο γέρικο σκισμένο κορμί της. Κάποτε για μια στιγμή ένοιωθε το δικό του αίμα να τρέχει στις φλέβες του σαν αιωνόβιο ρέμα και να τον κάνει να τρέμει όπως οι χυμοί που κυκλοφορούσαν αιώνες ζωντανοί μέσα στον κορμό αυτό του δέντρου. Έβρισκε ανάμεσα σ’ αυτό και στον εαυτό του μια στενή συγγένεια.
Κι’ όταν τη νύχτα ζήταγε τη λησμονιά στον ύπνο, γλιστρούσε η πυρή λαχτάρα του και με καμένα δάχτυλα του άναβε τα μηνίγγια και του ’κανε στάχτη την καρδιά.
Ο Θεός να βοηθά κάθε τραχύ πολεμιστή, που τη νύχτα μοναχός, βασανίζεται μέσα στο καμίνι μιας πεινασμένης επιθυμίας, έστω κι’ αν τη φέρνει στα φτερά του ένα κατάλευκο όνειρο. Κι’ όλο παραληρούσε ο νέος γιατρός κι’ ήταν γεμάτος μετάνοια και πίκρα: Ήτανε σε δυο σκισμένη η προσωπικότητά του. Έστηνε δικαστήριο ο στρατιώτης ο σκληρός κι’ απότομος με το άλλο του εγώ το ήσυχο κι’ ο-νειροπόλο και μάλωνε κι’ αγωνιζόνταν.
- Γιατί τάχα να μη δώσεις στην κοπέλα να καταλάβει πως την αγαπούσες τόσο δυνατά;
Κι’ ο άλλος απαντούσε πάντα δειλά:
- Μα μήπως το ’ξερα τότες κι’ εγώ; Μόνο ό,τι φύγει μέσα από τα χέρια μας κείνο αγαπούμε με διπλή λαχτάρα.
Κι’ ο στρατιώτης ρωτούσε τρέμοντας από λαχτάρα:
- Γιατί δεν την άρπαξες να τη φιλήσεις ατέλειωτα και δυνατά κάτω από την καρυδιά ενώ βουτούσε ο ήλιος κι’ η φλογέρα τραγουδούσε ερωτικά;
- Δεν ήθελα να την προσβάλω.
- Είσαι κουτός κι’ ανόητος! Είσαι χαμένος Χορστ φον Λέντζ, στρατιώτη του ενάτου συντάγματος των Κυνηγών. Έπρεπε να την αρπάξεις λάφυρο της αγάπης σου και να φύγεις μακρυά για τ’ άγνωστο.
Μα ο άλλος Χορστ ο τρυφερός, ο ονειροπόλος, στέναζε και ζάρωνε στη γωνιά του. Κι’ έτσι αποκοιμόνταν με βαριά την καρδιά κι’ οι δυο και μ’ ανεκπλήρωτη τη λαχτάρα.»