Οι επιστολές που έγραψε η Αμαλία με αποδέκτη τον πατέρα της μεταξύ 1836 και 1853 και οι οποίες δημοσιεύονται για πρώτη φορά σε δύο τόμους σκιαγραφούν το πορτρέτο της Γερμανίδας που έγινε η πρώτη βασίλισσα της Ελλάδας. Σημαντικό τεκμήριο για την εποχή και για την εξέγερση του 1843
Ορφανή από μητέρα σε ηλικία δύο ετών, η Αμαλία μεγαλώνει στο Ολδεμβούργο με την αγάπη του πατέρα της και τη στοργή διαδοχικών μητριών. Στα δεκαοκτώ παντρεύεται τον Οθωνα, με τον οποίο ήταν ερωτευμένη από παλιά, και τον ακολουθεί στο μικρό νεόκοπο κράτος στα Βαλκάνια όπου αυτός έχει διοριστεί βασιλιάς. Τον πρώτο καιρό προσπαθεί να γνωρίσει τον τόπο και τους υπηκόους της και μαθαίνει ελληνικά με εντατικούς ρυθμούς. Κάνει περιπάτους με το άλογο στην Αττική ( «Ενας δρόμος που απολαμβάνω να τον διατρέχω έφιππη είναι ο δρόμος προς τον Πειραιά. Βλέπει κανείς πολλές άμαξες, πολλούς ξένους, ταχυδρομικές άμαξες, υποζύγια, καμήλες, κάθε εθνικότητας ναύτες» ) και εξερευνητικά ταξίδια στην επαρχία ( «απερίγραπτα ωραίος είναι ο ουρανός και λένε πως ακόμη και ο ιταλικός δεν μπορεί να συγκριθεί μαζί του», «τα πολλά κοπάδια και οι άνθρωποι στους αγρούς με τις γραφικές τους ενδυμασίες κάνουν την εικόνα πιο ζωντανή», «οι νύχτες με φεγγάρι εδώ είναι μεγαλειώδεις» ).
Στην Αθήνα, που «δεν είναι ακόμη σαν άλλες ευρωπαϊκές πόλειςαλλά εξαιρετικά ιδιόμορφη», η ενοικιαζόμενη βασιλική κατοικία στην πλατεία Κλαυθμώνος είναι «όμοια με αυτές των αστών στα δικά μας μέρη, και ίσως λίγο χειρότερη». Η Αμαλία παρακολουθεί από κοντά την πορεία ανέγερσης των ανακτόρων και καταπιάνεται με την ανοικοδόμηση και τον καλλωπισμό της πόλης με τον ενθουσιασμό νεαρής νοικοκυράς. Φροντίζει για τη φύτευση του σημερινού Εθνικού Κήπου και για τον σχεδιασμό δρόμων, οργανώνει έναν σύλλογο κυριών, ενδιαφέρεται για την ανάπτυξη πολιτιστικής ζωής και εύχεται να κάνει έναν γιο.
Οι ξένοι και το έλλειμμα
Την πολιτική την παρακολουθεί από μακριά. «Βλέπω πόση πρόοδος υπάρχει σε όλα»γράφει το 1840 για τις εντυπώσεις της από ταξίδι στην Πελοπόννησο, «πόσο καλός είναι ολαός στην πραγματικότητα και όλη η αυθάδεια προέρχεται από μερικούς φωνακλάδες της πρωτεύουσας». Παρατηρεί τους διαξιφισμούς των Μεγάλων Δυνάμεων για την εξασφάλιση μεγαλύτερης επιρροής στο νέο κράτος, εξοργίζεται με τους διπλωμάτες «οι οποίοι βαριούνται εδώ και περνούν τον καιρό τους με μηχανορραφίες» και ενοχλείται με τις αναφορές των ξένων εφημερίδων στην Ελλάδα: «Θύμωσα πολύ τώρα τελευταία όταν διάβασα στην εφημερίδα “Αllgemeine Ζeitung” ότι ο φετινός προϋπολογισμός της Ελλάδαςπαρουσιάζει 2 εκατομμύρια δραχμές έλλειμμα,ενώ συμβαίνει το αντίθετο» . Συμπαθεί τους ντόπιους και δυσπιστεί απέναντι στους ξενοφερμένους με τις σπουδές στα ευρωπαϊκά πανεπιστήμια και τις θεωρίες τους.
Η 3η Σεπτεμβρίου
Ενθαρρύνει τον Οθωνα να παραχωρήσει Σύνταγμα στους Ελληνες. Στις επιστολές της που ακολουθούν οι αναλυτικές περιγραφές της αρχιτεκτονικής και του περίτεχνου ζωγραφικού διακόσμου του παλατιού δίνουν πλέον τη θέση τους σε ειδήσεις για την ψήφιση του Συντάγματος. Η 3η Σεπτεμβρίου στρέφει την προσοχή επάνω της. Ειλικρινής, αυθόρμητη και πεισματάρα, η Αμαλία αναμειγνύεται έκτοτε στην πολιτική: «Οταν αντιληφθώ ότι κάτι δεν αρέσει στον Οθωνα,αλλά δεν μπορεί εύκολα να αρνηθεί ή πιστεύει ότι δεν συμφέρει για πολιτικούς λόγους, επεμβαίνω και βάζω τέλος μια και καλή με τον δικό μου ιδιαίτερο τρόπο,που τον δέχονται,γιατί θεωρούν ότι εγώ έτσι είμαι» εξομολογείται στον πατέρα της.
Τον Αύγουστο του 1850 ο Οθων αναχωρεί για ταξίδι στη Γερμανία. «Αισθάνομαι τρόμο με την ιδέα ότι θα μείνω έτσι μόνη» γράφει η Αμαλία. Την 11η Αυγούστου ορκίζεται πίστη στον βασιλιά και στο Σύνταγμα και αναλαμβάνει την αντιβασιλεία. «Με τη βοήθεια του Θεού ελπίζω να τα καταφέρω» εύχεται η θρησκευόμενη προτεστάντισσα.
«Πότε θα έρθει ο καιρός που θα είμαστε ανεξάρτητοι;»
Οι επιστολές της Αμαλίας,που μοιάζουν περισσότερο με προσωπικό ημερολόγιο,προσφέρουν αυτοβιογραφικό υλικό που φωτίζει την προσωπικότητά της ενώ ταυτόχρονα καταγράφουν το χρονικό ενηλικίωσης του νέου ελληνικού κράτους.Τους τόμους πλαισιώνουν κατατοπιστική εισαγωγή,επεξηγηματικές σημειώσεις,χρήσιμη βιβλιογραφία και ευρετήρια.Οι πληροφορίες που παρέχει αυτή η πολυσέλιδη δίτομη έκδοση,από τη μεγάλη κλίμακα των ευρωπαϊκών επαναστάσεων του 1848 και της διεθνούς διπλωματίας ως τα μικρά και καθημερινά του ελληνικού βίου,συνθέτουν ένα συναρπαστικό ψηφιδωτό που θα εμπνεύσει πολλές μελέτες στους ιστορικούς της εποχής. Οι υπόλοιποι απολαμβάνουμε τη δροσερή αφήγησή της στην οποία πρωταγωνιστούν οΚωλέττης ,οΜαυροκορδάτος,ο σκοτεινός βρετανός διπλωμάτηςΛάυονς, οιΣούτσοι,οΙάκωβος Ρίζος Νερουλόςκαι άλλες μορφές της ιστορίας μας και αφήνουμε να μας μυήσει στα ξεχασμένα χρόνια της μοναρχίας,τα μακρινά μεν,οικεία δε:«Η κατάσταση αυτή τη στιγμή είναι πολύ δύσκολη.Η Ελλάδα δεν μπορεί να ξεπληρώσει τις Μεγάλες Δυνάμεις» γράφει η Αμαλία τον Απρίλιο του 1843. Οι Μεγάλες Δυνάμεις πιέζουν την Ελλάδα να ανταποκριθεί στις υποχρεώσεις προς τους δανειστές της προκειμένου να λάβει την τρίτη δόση του δανείου που της είχαν παραχωρήσει το 1832.«Πρέπει να γίνουν κάθε είδους περικοπές και περιορισμοί,που είναι κακό πράγμα...Πότε θα έρθει ο καιρός που θα είμαστε ανεξάρτητοι;Καλύτερα να τρως ξερό ψωμί και να είσαι ανεξάρτητος».