Δευτέρα 17 Ιουνίου 2013

Τζακ Λόντον – Ιστορίες του Μποξ


…Μια γερή γροθιά κι είχε ξοφλήσει. Ο Τομ Κινγκ με καημό θυμήθηκε εκείνο το κομμάτι κρέας που το είχε ανάγκη τώρα, για την τελευταία γροθιά. Χτύπησε, όχι όμως δυνατά. Ο Σαντέλ κλονίστηκε αλλά δεν έπεσε. Παραπάτησε μέχρι τα σκοινιά όπου και στηρίχτηκε. Ο Κινγκ τον ακολούθησε παραπατώντας κι αυτός. Μέσα στην αγωνία της αποσύνθεσής του, έριξε μια ακόμη γροθιά. Το σώμα του όμως τον είχε εγκαταλείψει. Διατηρούσε μόνο τ’ αντανακλαστικά του αγωνιζόμενου μποξέρ, μέσα στην παραζάλη της εξουθένωσης. Η γροθιά που στόχευε το σαγόνι, δύσκολα έφτασε μέχρι τον ώμο του Σαντέλ. Οι κουρασμένοι του μύες δεν υπακούαν πλέον. Τρέκλισε. Κόντεψε να πέσει. Προσπάθησε ξανά. Η γροθιά του αυτή τη φορά αστόχησε ολοσχερώς, από πλήρη αδυναμία. Αγκάλιασε τον Σαντέλ για να μην πέσει. 

Ο Κινγκ δεν επιχείρησε να ελευθερωθεί. Είχε κάνει την ύστατη προσπάθεια. Τα νιάτα ανταμείβονται. Αγκαλιά με τον Σαντέλ, αισθανόταν τον αντίπαλό του να κερδίζει τη χαμένη του δύναμη. Ο διαιτητής τους χώρισε και μπροστά στα μάτια του είδε να αναζωογονούνται τα νιάτα. Κάθε δευτερόλεπτο που περνούσε, ο Σαντέλ κέρδιζε δυνάμεις. Οι γροθιές του, αρχικά αδύναμες, γίνονταν όλο και πιο σταθερές και ακριβείς. Ο Τομ Κινγκ, με θολωμένο βλέμμα, είδε το γάντι του Σαντέλ να κατευθύνεται στο σαγόνι του. Θέλησε να προφυλαχτεί σηκώνοντας το χέρι του. Διέβλεψε τον κίνδυνο. Προσπάθησε. Το χέρι του δεν υπάκουσε. Η γροθιά του Σαντέλ βρήκε το στόχο της. Ένιωσε κάτι σαν ηλεκτρική εκκένωση και ταυτόχρονα τυλίχτηκε από ένα μαύρο πέπλο. 

Όταν άνοιξε τα μάτια του, βρισκόταν καθισμένος στη γωνία του. Στ’ αυτιά του έφταναν οι κραυγές του πλήθους, σαν το βουητό του κύματος στην παραλία Μπόντι. (…) Τον κυρίευε μια καθολική ατονία, ένα τρέμουλο στο βάθος του στομαχιού, που μεταφερόταν σε όλο το σώμα του. Αναλογίστηκε τη στιγμή που ο Σαντέλ παρέπαιε, και η ήττα του έμοιαζε αναπόφευκτη. Αχ, με λίγο κρέας θα τα είχε καταφέρει. Του έλειπε μόνο εκείνη καθοριστική, τελευταία γροθιά. Γι’ αυτό έχασε. Για λίγο κρέας….