Δευτέρα 3 Ιουνίου 2013

Κνουτ Χάμσουν



 Απόσπασμα από το μυθιστόρημα "Η πείνα" 

 Κάθισα στο κρεβάτι και τον άκουσα που κλείδωνε. Το ανοιχτόχρωμο κελί φαινόταν άνετο. Ένοιωθα ασφάλεια κι άκουγα, με ένα αίσθημα ευτυχίας, τη βροχή που έπεφτε έξω. Ήταν ό,τι καλύτερο μπορούσα να έχω εκείνη τη στιγμή. (...) 

Ξαφνικά, το γκάζι σβύνει. Πολύ απότομα, δίχως να χαμηλώσει πριν. Βρίσκομαι στο απόλυτο σκοτάδι, δεν βλέπω ούτε καν το χέρι μου, ούτε τους άσπρους τοίχους γύρω μου, τίποτα. Το μόνο που μπορούσα να κάνω ήταν να ξαπλώσω. Και ξεντύθηκα. Αλλά δεν νύσταζα, και δεν μπορούσα να κοιμηθώ. Έμεινα ξαπλωμένος για λίγο, κοιτάζοντας το σκοτάδι, αυτή την πυκνή και ογκώδη άβυσσο που δεν είχε τέλος, και που δεν μπορούσα να συλλάβω στο σύνολό της. η σκέψη μου ήταν ανίκανη να χωρέσει. Για πρώτη φορά αντίκρυζα τέτοιο σκοτάδι, ένοιωθα το βάρος του να με πιέζει. Έκλεισα τα μάτια, άρχισα να σιγοτραγουδώ και στριφογύριζα στο στρώμα, για ν' απασχολώ τη σκέψη μου, αλλά δίχως αποτέλεσμα. Το σκοτάδι είχε κυριέψει το μυαλό μου, και δε μ' άφηνε ήσυχο ούτε λεπτό. Κι αν διαλυόμουν μέσα σε αυτή την άβυσσο, αν ενωνόμουν μαζί της; Ανασηκώνομαι στο κρεβάτι, κι αρχίζω να κουνάω τα χέρια μου στο μαύρο κενό. 

Ο εκνευρισμός με είχε κυριέψει εντελώς, και παρ' όλο που προσπαθούσα να τον πολεμήσω, δεν το κατόρθωνα. Με πολιορκούσαν οι πιο παράξενςς φαντασιώσεις, επέβαλα στον εαυτό μου τη σιωπή, ύστερα σιγοτραγουδούσα νανουρίσματα, ιδρωμένος από τις προσπάθειες που έκανα για να ηρεμήσω. Είχα τα μάτια καρφωμένα στο σκοτάδι, ένα σκοτάδι που έβλεπα για πρώτη φορά στη ζωή μου. Δεν υπήρχε καμμία αμφιβολία, είχα να κάνω εδώ με ένα μοναδικό φαινόμενο που κανείς δεν είχε παρατηρήσει. Οι πιο γελοίες σκέψεις έρχονταν στο νο μου, όλα τα πράγματα με φόβιζαν. (...) Ξαναπλάγιασα, προσπαθώντας να κοιμηθώ, αλλά στην πραγματικότητα ξανάρχισα να παλεύω με το σκοτάδι. Έξω η βροχή είχε σταματήσει, και δεν ακουγόταν τίποτα. Για αρκετή ώρα άρχισα ν' αφουγκράζομαι τα βήματα στο δρόμο, και δεν ηύχαζα πριν ακούσω κάποιον περαστικό ή κάποιον αστυνομικό, που αναγνώριζα απ' τον βηματισμό. Ξαφνικά άρχισα να χτπώ τα δάχτυλα και να γελώ. Ήταν φοβερά αστείο! Χα! Νόμιζα ότι είχα εφεύρει μια καινούργια λέξη. Ανασηκώνομαι και λέω: "Δεν υπάρχει στη γλωσσα μας, εγώ την επινόησα: κούμποα. Έχει γράμματα, όπως οι λέξεις. Μεγαλοδύναμε Θεέ, αγόρι μου, έχεις εφεύρει μια λέξη: κούμποα.... μεγάλης γραμματικής σημασίας". (...) 

Με τις πιο παράξενες μεταπτώσεις λογικών συλλογισμών, προσπαθώ ν;α εμβαθύνω στο νόημα της νέας μου λέξης. Τίποτα δεν την υποχρέωνε να σημαίνει "Θεός" ή "Τίβολι", και ποιος είπε ότι σήμαινε "έκθεση ζώων"; Έκλεισα δυνατά τη γροθιά μου κι επανέλαβα: ποιος είπε ότι σημαίνει "έκθεση ζώων"; (...) 

Όχι, στην πραγματικότητα, η λέξη ήταν κατάλληλη για κάποια έννοια ψυχική, για κάποιο συναίσθημα, για κάποια εσωτερική κατάσταση... δεν μπορούσα επιτέλους να το καταλάβω; Και στίβω το μυαλό μου, για να βρω κάποιο ψυχικό νόημα. Μου φαίνεται ότι κάποιος άλλος μιλάει, ότι μπερδεύεται στη συζήτησή μου, και απαντώ έξαλλος: Παρακαλώ; Όχι, είστε ένας ηλίθιος που δεν έχει όμοιό του! "Μαλλί για πλέξιμο"; Άει στο διάβολο! Και γιατί να της έδινα την έννοια "μαλλί για πλέξιμο"¨, τη στιγμή που μ' ενοχλούσε ιδιαίτερα να την κάνω να σημαίνει "μαλλί για πλέξιμο"; Ήμουν εγώ που είχα επινοήσει εκείνη τη λέξη και, γι' αυτό ακριβώς, είχα το απόλυτο δικααίωμα να της δώσω οποιοδήποτε νόημα. Και δεν είχα καταλήξει ακόμη, απ' όσο ήξερα... (...) 

Έμεινα ξαπλωμένος, για αρκετά λεεπτά, δίχως να κινούμαι καθόλου, άρχισα να ιδρώνω κι ένιωθα το αίμα να χτυπάει βίαια στις αρτηρίες μου. (...) 

Άνοιξα τα μάτια. Τι ωφελούσε να τα έχω κλειστά, αφού δεν μπορούσα να κοιμηθώ; Και το ίδιο σκότος βασίλευε τριγύρω μου, η ίδια απροσμέτρητη και μαύρη αιωνιότητα, ενάντια στην οποία μαχόταν η σκέψη μου, δίχως να μπορεί να τη συλλάβει. Με τι θα μπορούσε να συγκριθεί; Έκανα απελπισμένες προσπάθειες για να βρω μια λέξη, που θα ήταν αρκετά μαύρη για να περιγράψει εκείνο το σκοτάδι, μια λέξη τόσο φρικτά μαύρη, που θα μπορούσε να μου μαυρίσει το στόμα, μόλις θα την πρόφερα. Μεγαλοδύναμε Θεέ! Τι σκοτάδι ήταν αυτό! (...) 

"Έτσι πρέπει να είναι όταν πεθαίνουμε", σκέφτηκα, "θα πεθάνω!" Έμεινα για λίγο με τη σκέψη αυτή κολλημένη στο μυαλό μου: θα πέθαινα. Κάθομαι τότε στο κρεβάτι μου και ρωτώ τον εαυτό μου αυστηρά: "Ποιος είπε ότι θα πέθαινα; Εγώ ανακάλυψα αυτή τη λέξη, γι' αυτό είχα και το απόλυτο δικααίωμα ν' αποφασίσω για τη σημασία της..." 

 μετάφραση Δημ. Χορόσκελη (εκδόσεις Ζήτρος)

thulebooks.gr