Τρίτη 5 Νοεμβρίου 2013

Ο ΑΡΙΣΤΟΤΕΛΗΣ ΣΤΟ ΜΟΝ-ΣΑΙΝ-ΜΙΣΕΛ



«Η Ευρώπη χρωστά τον Αριστοτέλη στα μοναστήρια του Μεσαίωνα»


Από τον ΒΑΣΙΛΗ Κ. ΚΑΛΑΜΑΡΑ

Ο 49χρονος καθηγητής Μεσαιωνικής Ιστορίας στο Πανεπιστήμιο της Λυών, Σιλβέν Γκουγκενέμ, προτάσσει τη συμβολή της Δύσης, και όχι του Ισλάμ, στη διάδοση του ελληνικού πολιτισμού στη λατινοκρατούμενη γλωσσικά Δυτική Ευρώπη. Η ιστορική μελέτη του «Ο Αριστοτέλης στο Μον-Σεν-Μισέλ» (μτφρ.: Φανή Γαϊδατζή, Φανή Μπούμπουλη, «Ολκός») από το τέλος του 2008, οπότε εξεδόθη στη Γαλλία από τον μεγάλο εκδοτικό οίκο «Seuil», προκάλεσε σάλο αντιδράσεων κυρίως στους αραβικούς κύκλους και στον πολιτικό χώρο της άκρας Αριστεράς. 


«Αισθάνομαι βαθιά απογοητευμένος, γιατί αντιμετωπίζουν τα έργα μου με ιδεολογικά και όχι επιστημονικά κριτήρια», λέει ο Σιλβέν Γκουγκενέμ

Σ' έναν συλλογικό τόμο δώδεκα επιστημόνων, που τυπώθηκε από τις εκδόσεις «Fayard», ο Σιλβέν Γκουγκενέμ δέχθηκε επίθεση για φασιστική και ρατσιστική αντιμετώπιση. Μαζί μ' αυτόν την πλήρωσε κυρίως ο κορυφαίος Φερνάν Μπροντέλ (1902-1985), ο οποίος χρεώνεται τις ίδιες "κατηγορίες" για τη «Γραμματική των πολιτισμών» του. Και οι αρνητικές κρίσεις είχαν συνέχεια: σε επιστημονικό συνέδριο, που πραγματοποιήθηκε τον περασμένο Μάρτιο, πάλι έβαλλαν εναντίον του. Στο ''επιστημονικό συνέδριο'' όμως, δεν συμμετείχε ούτε ένας βυζαντινολόγος, η μόνη ειδικότητα η οποία,  μπορούσε να απαντήσει στις «αιρετικές» αιτιάσεις του.

Η αρχαία σοφία και η αριστοτελική σκέψη δεν μεταφέρθηκε στη Δύση από τις λατινικές μεταφράσεις των αραβικών κειμένων του Αριστοτέλη. Από το Βυζάντιο διαδόθηκε στη Δύση, με σημείο αιχμής τον 12ο αιώνα, στη μονή του Ορους του Αγίου Μιχαήλ (Μον-Σεν-Μισέλ), που βρίσκεται στα σύνορα της Νορμανδίας με τη Βρετάνη. Οι πρώτες αριστοτελικές μεταφράσεις οφείλονται στον αντιγραφέα Ιάκωβο από τη Βενετία, που είχε ζήσει στην Ανατολή και γνώριζε καλά τα ελληνικά. 


Οι «σκοτεινοί χρόνοι» επιστρέφουν 

«Οι "σκοτεινοί χρόνοι" του Μεσαίωνα επιστρέφουν. Επιβάλλεται η διαστρεβλωμένη εικόνα μιας χριστιανοσύνης καθυστερημένης σε σχέση μ' ένα "Φωτισμένο Ισλάμ". Σ' αυτό χρωστά, δήθεν, την πρόοδό της χάρη στη μετάδοση μιας ελληνικής γνώσης της οποίας η μεσαιωνική περίοδος είχε χάσει το κλειδί», είπε χθες ο Σιλβέν Γκουγκενέμ. «Μια τέτοια άποψη εμπίπτει περισσότερο στη σφαίρα της ιδεολογικής προκατάληψης παρά της επιστημονικής ανάλυσης. Ξεχνά το πάγιο ενδιαφέρον για την αρχαία Ελλάδα κατά τους πρώτους αιώνες του Μεσαίωνα, καθώς και τα ελληνικά πολιτισμικά στοιχεία της χριστιανικής θρησκείας».

Με έμφαση, ο Σιλβέν Γκουγκενέμ ζήτησε να συνυπολογίσουμε το πολιτικό, κοινωνικό, πολιτιστικό και εκπαιδευτικό περιβάλλον της Γαλλίας, το οποίο στάθηκε εχθρικό απέναντί του. Σε τέτοιο βαθμό, ώστε φοιτητές και συνάδελφοί του καθηγητές στο Πανεπιστήμιο της Λιόν να υπογράψουν από κοινού διαμαρτυρία, στην οποία αναφερόταν ότι με τον «Αριστοτέλη στο Μον-Σεν-Μισέλ» «γίνεται μία απόπειρα να παραγραφεί η οφειλή της Ευρώπης στην αραβική γλώσσα και στην ισλαμική θρησκεία». 
Η αντίδραση, που προήλθε από τους εκπαιδευτικούς κύκλους, τον ενόχλησε τόσο πολύ, ώστε επέλεξε για ένα διάστημα να απομακρυνθεί από τα καθηγητικά του καθήκοντα και να αποκλειστεί από επιτροπές κρίσης διδακτορικών διατριβών, που ενέπιπταν στο δικό του επιστημονικό αντικείμενο, τους ιππότες και τις σταυροφορίες. 

«Αισθάνομαι βαθιά απογοητευμένος γιατί τα κριτήρια, με τα οποία αντιμετωπίζουν το έργο μου, είναι ιδεολογικά και όχι επιστημονικά. Θα πρόσθετα και πληγωμένος από την πολεμική που μου ασκείται, ιδιαίτερα από ανθρώπους που δεν έχουν διαβάσει το βιβλίο μου», είπε. Στο πλευρό του είχε εκτός από επιστήμονες της δικής του ειδικότητας -ορισμένοι εξ αυτών και Αραβες ή αραβικής καταγωγής- κι έναν ζωντανό μύθο της Ιστορίας των μεσαιωνικών χρόνων, τον Ζακ Λε Γκοφ, ο οποίος αποφάνθηκε: «Βρίσκω το βιβλίο ενδιαφέρον, αν και συζητήσιμο».


Το βιβλίο


Από την ιστοσελίδα Πεμπτουσία 

Ο Σ. Γκουγκενέμ επιχειρεί στην μελέτη αυτή να δείξει ότι ο εξελληνισμός της μεσαιωνικής Ευρώπης ήταν προϊόν της βουλήσεως των Ευρωπαίων, ενώ παράλληλα επισημαίνει ότι προς την κατεύθυνση του εξελληνισμού της δεν συνεισέφερε σχεδόν τίποτε ο αραβομουσουλμανικός πολιτισμός.

Με αναφορές στα σωζόμενα χειρόγραφα που προέρχονται από τα εργαστήρια αντιγραφής των μεσαιωνικών μοναστηριών δείχνει στο Α’ κεφάλαιο του βιβλίου ότι η ιατρική, η ρητορική, η ιστορία και η φιλοσοφία ενδιαφέρουν ιδιαιτέρως τα μεσαιωνικά κέντρα πολιτισμού, που βρίσκονται στην Ιταλία, στην Ισπανία, στην Γαλλία, ακόμη και στην Ιρλανδία. Η μεταφραστική εργασία από τα ελληνικά στα λατινικά συνεχίζεται «χωρίς διακοπή σε όλη τη διάρκεια του μεσαίωνα» (σ. 54), γεγονός που οδηγεί στην διαπίστωση ότι «οι σχέσεις της λατινικής Ευρώπης με την ελληνική Αυτοκρατορία ήταν σημαντικότερες απ’ ο,τι υποθέταμε μέχρι σήμερα» (σ. 58). 

Ακολουθεί το Β’ κεφάλαιο του βιβλίου, στο οποίο ο συγγραφέας δείχνει ότι ουδέποτε το Βυζάντιο «έχασε το νήμα που το συνέδεε με τους κλασικούς συγγραφείς» (σ. 89). Ιδαίτερη αναφορά κάνει ο Γκουγκενέμ στους Σύρους χριστιανούς, οι οποίοι ασχολήθηκαν με τις μεταφράσεις των αρχαίων ελληνικών κειμένων στην αραβική, τονίζοντας ότι «οι Σύροι χριστιανοί, Νεστοριανοί ή Μονοφυσίτες, βρίσκονταν στην πηγή του αραβομουσουλμανικού γραπτού πολιτισμού» (σ. 95). 

Το Γ’ κεφάλαιο είναι αφιερωμένο στο αβαείο του Μον-Σαιν-Μισέλ, το οποίο, από τον 10ο μέχρι τον 13ο αι., υπήρξε σημαντικό κέντρο γνώσης. Εκτενής είναι η αναφορά του συγγραφέα στον Ιάκωβο της Βενετίας, ο οποίος μετέφρασε μεγάλο αριθμό βιβλίων του Αριστοτέλους από τα ελληνικά στα λατινικά (σσ. 116-134).

Το επόμενο κεφάλαιο (Δ’) θίγει το κρίσιμο ζήτημα της σχέσεως της ελληνικής κληρονομιάς με το Ισλάμ. Όσον αφορά την φιλοσοφία, ο καθηγητής Γκουγκενέμ διατυπώνει την άποψη ότι «ο ελληνικός ορθολογισμός δεν μπόρεσε να διεισδύσει στον πολιτικό κόσμο και την κοινωνία του Ισλάμ» (σ. 162). Είναι χαρακτηριστικό ότι η παρουσία του Αριστοτέλους στο Ισλάμ στον τομέα της πολιτικής, της ηθικής και της μεταφυσικής είναι ανύπαρκτη. Ομοίως και στην περίπτωση του ελληνορωμαϊκού δικαίου, επισημαίνει ότι «το ρωμαϊκό δίκαιο δεν επηρέασε με κανένα τρόπο το ισλαμικό νομικό σύστημα» (σ. 174). Αντιθέτως προς ο,τι υποστηρίζεται μετ’ εμφάσεως στην έρευνα, ο συγγραφέας συμπεραίνει ότι «ο μεσαιωνικός χριστιανικός κόσμος και ο μουσουλμανικός δεν είχαν τίποτε κοινό» (σ. 175). 

Στο εξαιρετικώς ενδιαφέρον πέμπτο και τελευταίο κεφάλαιο του έργου του ο συγγραφέας, αφού επισημάνει τις μεγάλες διαφορές μεταξύ του χριστιανισμού και του μουσουλμανισμού, τονίζει την απόσταση του ευρωπαϊκού πολιτισμού από τον ισλαμικό κόσμο (σσ. 179-209). Αποτιμά δε ότι «ο ευρωπαϊκός πολιτισμός παρέμεινε ελληνορωμαϊκής και εβραιοχριστιανικής έμπνευσης» (σ. 215).

Σε μία τελική εκτίμηση, ο συγγραφέας δείχνει με πειστικό τρόπο ότι ο αραβομουσουλμανικός πολιτισμός παρέμεινε ξένος τόσο στην αρχαία ελληνική κληρονομιά, όσο και στην χριστιανική κοσμοαντίληψη, στοιχεία τα οποία βοήθησαν στην συγκρότηση του ευρωπαϊκού πολιτισμού. Οι τοποθετήσεις και προσεγγίσεις του συγγραφέα είναι πολύ καλά τεκμηριωμένες και σαφείς. Πάντως δεν είναι βέβαιο ότι οι διαπιστώσεις του βιβλίου είναι πράγματα αυτονόητα, διότι αυτά, στην μετανεωτερική εποχή μας και στην πολυπολιτισμική κοινωνία μας, για ευνοήτους λόγους, ασχέτους προς την επιστήμη, αποσιωπώνται ακόμα και στα σχολικά εγχειρίδια.