Πέμπτη 5 Δεκεμβρίου 2013

Πραγματεία περί της καταγωγής των μυθιστορημάτων



Η Πραγματεία περί της καταγωγής των μυθιστορημάτων (Παρίσι 1670), το γνωστότερο από τα έργα του επιφανούς Γάλλου ιερωμένου, λογίου και λογοτέχνη Pierre-Daniel Huet, ενός από τους πρωταγωνιστές της περίφημης Μάχης των Αρχαίων και των Συγχρόνων, δεν προσέλκυσε μέχρι τώρα το νεοελληνικό μεταφραστικό ενδιαφέρον παρά το ενδιαφέρον που παρουσιάζει ειδικά για το ελληνικό κοινό.
Το κείμενο του Huet αποτέλεσε, 134 χρόνια μετά την πρώτη του έκδοση, την αφετηρία για την πρώτη νεοελληνική ποιητική του μυθιστορήματος, τα «Προλεγόμενα» του Αδαμάντιου Κοραή στην έκδοση (1804) των Αιθιοπικών του Ηλιόδωρου. Ο Κοραής έλεγχε την ορθότητα του ορισμού του μυθιστορήματος του Huet και κατ’ επέκταση την αξιολόγηση των αρχαίων και μεσαιωνικών μυθιστορημάτων από αυτόν. Παρότι αργότερα το όνομα του Huet ‒εξελληνισμένο σε Υέτιο, επωνυμία του Δία που φέρνει τη βροχή‒ αναφερόταν από Έλληνες λογίους, αυτό γινόταν (και εξακολουθεί να γίνεται) όχι χωρίς κάποια προκατάληψη. Στόχος των αναφορών ήταν συνήθως να υπογραμμίσουν την «υπεροχή» του Κοραή έναντι του Υετίου, την «αρτιότητα» του κοραϊκού ορισμού και της κοραϊκής εξιστόρησης της ελληνικής καταγωγής του μυθιστορήματος. Στη «βαριά σκιά» του Κοραή, η Πραγματεία του Huet έμεινε ουσιαστικά άγνωστη για το ελληνικό κοινό.

Στην παρούσα έκδοση, μεταφράζεται για πρώτη φορά στα ελληνικά το κείμενο της Πραγματείας.
Η μετάφραση βασίστηκε στην όγδοη έκδοση (1711) του έργου, η οποία θεωρείται η αρτιότερη, έλαβε ωστόσο υπόψη τα συμπεράσματα που προέκυψαν από την αντιβολή των πέντε έντυπων εκδόσεων της Πραγματείας που υπάρχουν, ενός σωζόμενου χειρογράφου της και των αυτόγραφων σημειώσεων αντιτύπων της Εθνικής Βιβλιοθήκης της Γαλλίας.

Μέσω της αντιβολής εντοπίστηκαν κάποια λάθη μεταγραφής (και άρα και κατανόησης του γαλλικού κειμένου του 17ου αιώνα) τα οποία διορθώθηκαν στη μετάφραση. Η εισαγωγή και οι σημειώσεις που συνοδεύουν τη μετάφραση επιχειρούν να παρουσιάσουν το μέγεθος του συγγραφικού εγχειρήματος του Huet, να εξετάσουν την επιρροή του στη γαλλική Δημοκρατία των Γραμμάτων, να ερμηνεύσουν τον έμμεσο υπαινικτικό του λόγο και να εντοπίσουν το παλίμψηστο των βιβλιογραφικών αναφορών του.
Η έκδοση αποτίει φόρο τιμής σε εκείνον που υπήρξε πρωτοπόρος, αν όχι ο πατέρας, της σύγχρονης αντίληψης για την Ιστορία της Λογοτεχνίας, από την πηγή του οποίου όλοι, μα ανεξαιρέτως όλοι, ηρύσθησαν.


ΑΠΟΣΠΑΣΜΑ ΑΠΟ ΤΟ ΒΙΒΛΙΟ:
Δεν αρκεί όμως να έχουμε ανακαλύψει την καταγωγή των μυθιστορημάτων·[i] πρέπει να δούμε από ποιο μονοπάτι αυτά διαδόθηκαν στην Ελλάδα και στην Ιταλία και πέρασαν από εκεί σε εμάς ή εάν τα πήραμε από αλλού. Οι Ίωνες, λαός της Μικράς Ασίας, εξελίχθηκαν σε μεγάλη δύναμη· έχοντας αποκτήσει πολύ πλούτο, είχαν εντρυφήσει στη χλιδή και στις ηδονές, αχώριστες ακόλουθες της αφθονίας. Ο Κύρος τούς καθυπόταξε με την αιχμαλωσία του Κροίσου και, όντας όλη η Μικρά Ασία βυθισμένη με αυτούς κάτω από την κυριαρχία των Περσών, οι Ίωνες παρέλαβαν τα ήθη μαζί με τους νόμους των νικητών, των οποίων αναμιγνύοντας τις ακολασίες με εκείνες στις οποίες [οι ίδιοι, οι Ίωνες] ήταν ήδη επιρρεπείς, εξελίχθηκαν στο πιο τρυφηλό έθνος του κόσμου. Τελειοποιήθηκαν στις γαστρονομικές απολαύσεις· πρόσθεσαν άνθη και αρώματα· ανακάλυψαν καινούργιους διακόσμους για τα κτίρια· από αυτούς προέρχονταν τα πιο λεπτοΰφαντα μάλλινα και υφάσματα, τα πιο άνετα ρούχα, οι πιο ωραίες και οι πιο πλούσιες ταπισερί· υπήρξαν οι δημιουργοί ενός λάγνου χορού που ονομάστηκε ιωνικός και διακρίνονταν τόσο πολύ για την τρυφηλότητά τους που αυτή έμεινε παρομοιώδης. Ο ίδιος ο Κύρος για να προλάβει τις εξεγέρσεις και για να εκθηλύνει την ανδρεία των γειτόνων της Ιωνίας Λυδών, των οποίων το ανήσυχο και ταραχοποιό πνεύμα τον ανησυχούσε, τους διέταξε μέσω του Κροίσου να αναθρέψουν τα παιδιά τους στις ασκήσεις των ηδονών, να τους διδάξουν την κραιπάλη, να τους κάνουν χορευτές, μουσικούς και ακροβάτες. Οι Λυδοί υπάκουσαν σε αυτήν τη διαταγή και αλλάζοντας τρόπο ζωής, άλλαξαν διάθεση. Κάποιοι πληθυσμοί αυτού του έθνους πέρασαν στη συνέχεια στην Τοσκάνη από όπου πολλοί πήγαν στη Ρώμη. Εκεί θαύμασαν τον χορό τους και τους χρησιμοποιούσαν στους δημόσιους αγώνες και στα θεάματα· από το όνομα των Λυδών οι Ρωμαίοι δημιούργησαν τον πιο συνηθισμένο όρο που χρησιμοποιούσαν για να εκφράσουν το παίγνιο.[ii]Όμως από όλους τους λαούς της Ιωνίας οι Μιλήσιοι με εφευρετική αβρότητα ανήγαγαν τον χορό σε επιστήμη ηδονής. Υπήρξαν οι πρώτοι που έμαθαν από τους Πέρσες την τέχνη του να κάνουν μυθιστορήματα και εργάστηκαν τόσο επιτυχώς που οι πλήρεις ερωτικών ιστοριών και άσεμνων λόγων Μιλησιακοί μύθοι, δηλαδή τα μυθιστορήματά τους, ήταν φημισμένοι. Είναι αρκετά πιθανό οι Ρωμαίοι να ήταν αθώοι (αμέτοχοι) μέχρι τότε,[iii] η φιλεραστία να χρησιμοποιούνταν κόσμια και σπάνια, και πρώτοι οι Μιλήσιοι να τους διέφθειραν και να τους γέμισαν με άσεμνες και απρεπείς διηγήσεις.[iv] Ο χρόνος κατάστρεψε όλα αυτά τα έργα και μετά βίας διατηρήθηκε το όνομα του διασημότερου από τους τεχνίτες των μυθιστορημάτων τους Αριστείδη[v] που είχε γράψει μερικά βιβλία με μύθους, τους επονομαζόμενους Μιλησιακούς. Έναν Διονύσιο Μιλήσιο που έζησε την εποχή της βασιλείας του πρώτου Δαρείου[vi] και είχε γράψει μυθικές ιστορίες, δεν συμπεριλαμβάνω στους μυθιστοριογράφους, επειδή δεν είναι βέβαιο ότι δεν ήταν παρά ένα συμπίλημα παλαιών μύθων και επειδή δεν βρίσκω τον λόγο να πιστέψω ότι ανήκουν σε αυτούς που κοινώς ονομάζουμε Μιλησιακούς· ούτε τον Ηγίσιππο[vii] και τους άλλους συγγραφείς των οποίων ο Παρθένιος[viii] αναφέρει τα Μιλησιακά, εφόσον είναι καταφανές από τις αφηγήσεις, που δανείζεται από αυτούς, ότι είχαν γράψει την αρχαία ιστορία της Μιλήτου και όχι τους μύθους που ονομάζουμε Μιλησιακούς.
Οι Ίωνες που κατάγονταν από την Αττική και την Πελοπόννησο θυμόντουσαν την καταγωγή τους και διατηρούσαν πολλές επαφές με τους πληθυσμούς της Ελλάδας.[ix] Έστελναν αμοιβαία τα παιδιά τους για να τα απογαλακτίσουν από τη χώρα τους και για να μαθητεύσουν τα μεν στα ήθη των δε. Στην τόσο συχνή αυτή επικοινωνία η Ελλάδα, που είχε αρκετή αδυναμία προς τους δικούς της μύθους, έμαθε με ευκολία από τους Ίωνες την τέχνη της συγγραφής μυθιστορημάτων και την καλλιέργησε με επιτυχία. Όμως, για να μην συγχέουμε τα πράγματα, θα προσπαθήσω να αναφέρω με χρονολογική σειρά εκείνους από τους Έλληνες συγγραφείς που διακρίθηκαν σε αυτήν την τέχνη.
Δεν βλέπω κανέναν πριν από την εποχή του Μεγάλου Αλεξάνδρου και αυτό με πείθει ότι η μυθιστοριογραφική επιστήμη στους Έλληνες δεν είχε σημειώσει μεγάλες προόδους πριν ακόμα την μάθουν από τους Πέρσες που υποδούλωσαν και μπορέσουν να την αντλήσουν από την πηγή. Ο Κλέαρχος από τους Σόλους, πόλη της Κιλικίας, ο οποίος έζησε την εποχή του Αλεξάνδρου και υπήρξε και αυτός μαθητής του Αριστοτέλη είναι ο πρώτος που βρίσκω να έχει γράψει ερωτικά βιβλία. Πάλι δεν είμαι σίγουρος αν δεν ήταν κιόλας μια συλλογή μερικών ερωτικών επεισοδίων που αποσπάστηκαν από την ιστορία ή από τον λαϊκό μύθο, παρόμοια με εκείνην που έκανε ο Παρθένιος από την εποχή του Αυγούστου και που διασώθηκε μέχρι σε εμάς. Αυτό που μου κίνησε αυτήν την υποψία είναι μια ιστοριούλα που ο Αθήναιος πήρε από αυτόν, στην οποία διηγείται κάποιες ενδείξεις εκτίμησης και πάθους που ο βασιλιάς της Λυδίας Γύγης πρόσφερε σε μία εταίρα που αγαπούσε.[x] Ο Θεόφραστος, που υπήρξε επίσης μαθητής του Αριστοτέλη, και ο ίδιος ο Αριστοτέλης είχαν γράψει Ερωτικά όπως ο Κλέαρχος· αλλά είναι εύκολο να κρίνει κάποιος από τα υπόλοιπα έργα των μεγάλων ανδρών ότι αυτοί πραγματεύθηκαν τον έρωτα περισσότερο ως φιλόσοφοι παρά ως μυθοποιοί ή ως ιστορικοί. Αν οι Ερωτικαί Διατριβαί του Αρίστωνα,[xi] για τον οποίον μιλάει ο Διογένης Λαέρτιος,[xii] είναι οι ίδιες με τις ερωτικές παραβολές ενός ομώνυμου συγγραφέα[xiii] που μνημονεύεται από τον Αθήναιο,[xiv] όπως μερικοί ισχυρίστηκαν, αυτός ο τελευταίος τίτλος μάς επιτρέπει να θεωρήσουμε ότι ήταν κάτι παρόμοιο με το συμπίλημα του Παρθένιου. Δεν ξέρω πού θα πρέπει να κατατάξω τις ερωτικές πλαστές ιστορίες του Φίλιππου του Αμφιπολίτη,[xv] του Ηρωδιανού[xvi] και του Αμέλιου του Σύριου, για τις οποίες δεν γνωρίζω παρά τους τίτλους από μια έκθεση ενός αρχαίου ιατρού που συνιστούσε την ανάγνωση ως ίαση κάποιων ασθενειών. Γενικά για τα Ερωτικά των Αρχαίων, που βρίσκουμε αρκετά συχνά να αναφέρονται στα βιβλία των πιο πρόσφατων συγγραφέων, μπορούμε να πούμε ότι ήταν ή φιλοσοφικά ή μυθολογικά, ότι λίγα από αυτά ήταν ιστορικά και ακόμα λιγότερα μυθιστορηματικά.
Ο Αντώνιος Διογένης που έζησε λίγο καιρό μετά τον Αλέξανδρο, κατά την εικασία του Φωτίου, έγραψε ένα πραγματικό μυθιστόρημα των ερώτων του Δεινία και της Δερκυλίδας,[xvii] μιμούμενος την ομηρική Οδύσσεια και τις περιπετειώδεις περιπλανήσεις του Οδυσσέα. Το μυθιστόρημα αυτό, αν και ελλιπές σε πολλά πράγματα και γεμάτο φλυαρίες και μη αληθοφανείς αφηγήσεις που είναι μετά βίας συγχωρητέες ακόμα και σε έναν ποιητή, μπορεί ωστόσο να χαρακτηριστεί ως κανονικό. Ο Φώτιος συμπεριέλαβε ένα απόσπασμα στη Βιβλιοθήκη του και λέει ότι το θεωρεί ως την πηγή[xviii] για εκείνα που ο Λουκιανός, ο Λούκιος, ο Ιάμβλιχος, ο Αχιλλέας Τάτιος /[xix]/ και ο Δαμάσκιος έγραψαν σε αυτό το είδος. Ωστόσο, στο ίδιο χωρίο προσθέτει ότι ο Αντώνιος Διογένης αναφέρεται σε κάποιον Αντιφάνη, παλαιότερο από τον ίδιο, που λέει ότι είχε γράψει τερατολογικές ιστορίες παρόμοιες με τις δικές του. Έτσι είναι τόσο πιθανό αυτός ο τελευταίος να παρείχε την ιδέα και το υλικό σε αυτούς τους μυθιστοριογράφους που κατονομάζει [ο Φώτιος] όσο και ο Αντώνιος Διογένης.[xx] Νομίζω πως εννοούσε τον κωμικό ποιητή Αντιφάνη, τον οποίον ο Στέφανος ο Γεωγράφος[xxi]και άλλοι έλεγαν ότι είχε γράψει ένα βιβλίο με απίστευτες ακόμα και ευτράπελες διηγήσεις. Ήταν από τη θρακική πόλη Βέργη,[xxii] και τα ψέματά του έδωσαν την αφορμή στους Έλληνες να λένε με παρομοιώδη τρόπο ότι ένας άντρας βεργάιζε[xxiii] όταν αυτός δεν έλεγε την αλήθεια.[xxiv] Αλλά δεν ξέρουμε καθόλου από πού καταγόταν ο Αντώνιος Διογένης.
Δεν ξέρω να σας πω ακριβώς σε ποια εποχή έζησε ο Αριστείδης ο Μιλήσιος για τον οποίον σας μίλησα. Το βέβαιο είναι ότι έζησε πριν από τους πολέμους του Μάριου και του Σύλλα διότι ο σύγχρονος του [Σύλλα] Ρωμαίος ιστορικός Σισέννας μετέφρασε τους Μιλησιακούς μύθους του [Αριστείδη του Μιλήσιου]. Το έργο αυτό ήταν γεμάτο με πολλές αισχρότητες και, παρόλα αυτά, υπήρξε από τότε η τρυφή των Ρωμαίων· έτσι ώστε όταν ο αντιστράτηγος των Πάρθων Σουρήνας, αυτός που νίκησε τον ρωμαϊκό στρατό του Κράσσου, τους βρήκε ανάμεσα στα λάφυρα του Ρόσκιου,[xxv]βρήκε από αυτό την ευκαιρία να εξυβρίσει μπροστά στη Γερουσία της Σελεύκειας την τρυφηλότητα των Ρωμαίων που, ακόμα και κατά τη διάρκεια του πολέμου, δεν μπορούσε να απέχει από παρόμοιες διασκεδάσεις.[xxvi]
Ο Λούκιος ο Πατρεύς, ο Λουκιανός ο Σαμοσατεύς και ο Ιάμβλιχος υπήρξαν περίπου σύγχρονοι και έζησαν την εποχή του Αντωνίνου και του Μάρκου-Αυρήλιου. Ο πρώτος /[xxvii]/ δεν έγραψε παρά μια Συλλογή με Μεταμορφώσεις και με μαγικές μεταβολές ανθρώπων /[xxviii]/ έχοντας συχνά καλή πίστη και πιστεύοντας ότι τα πράγματα ήταν όπως τα έλεγε. Όμως ο Λουκιανός, που υπήρξε πιο λεπτοφυής από εκείνον, μεταφέρει ένα μέρος από αυτήν [τη συλλογή] στο βιβλίο του που τιτλοφόρησε Ο όνος ή ο Λούκιος[xxix] για να την μεμφθεί κατά τη συνήθειά του, για να δηλώσει ότι ο Λούκιος ήταν ο επινοητής αυτής της πλαστής ιστορίας.[xxx] Στην πραγματικότητα είναι μια επιτομή των δύο πρώτων βιβλίων των Μεταμορφώσεων του Λούκιου, που είχαν την αληθινή μορφή ενός μιλησιακού μύθου, και το δείγμα αυτό μας κάνει να καταλάβουμε ότι ο Φώτιος είχε δίκιο να μέμφεται τις αισχρολογίες με τις οποίες ήταν γεμάτο. Αυτός ο τόσο ευφυής και τόσο καλά στημένος γάιδαρος, του οποίου αυτοί οι συγγραφείς έγραψαν την ιστορία, έχει κάποια σχέση με έναν άλλον παρόμοιας αξίας για τον οποίον μιλάει αλλού ο ίδιος ο Φώτιος μετά από τον Δαμάσκιο. Λέει ότι ανήκε σε έναν γραμματικό που ονομαζόταν Αμμώνιος και ο οποίος ήταν προικισμένος με ένα τόσο ευγενές πνεύμα και [ήταν] τόσο γεννημένος για τα ωραία πράγματα που άφηνε το ποτό και το φαγητό για να ακούσει την απαγγελία στίχων και φαινόταν υπερευαίσθητος στα κάλλη της ποίησης. Το Brancaleone[xxxi] είναι σίγουρα αντίγραφο του Όνου του Λούκιου ή εκείνου του Απουλήιου. Είναι μια πολύ διασκεδαστική και πνευματώδης ιταλική πλαστή ιστορία. Είναι επίσης προφανές ότι πάνω στο ίδιο πρότυπο ο Μιγκέλ ντε Θερβάντες έφτιαξε τις περιπέτειες που αναφέρθηκαν στον Διάλογο του Σκιπίωνα και του Μπεργκάνθα, σκυλιών του νοσοκομείου του Βαγιαδολίδ.[xxxii] Ο Λουκιανός, εκτός από τον Λούκιό του, έγραψε την ευχάριστη παραβολή της Δίκης φωνηέντων,[xxxiii] των οποίων ωστόσο η επινόηση οφείλεται σε κάποιον Εβραίο παλιότερο από τον ίδιο. Έκανε επίσης δυο βιβλία γκροτέσκων και γελοίων ιστοριών, τις οποίες παρουσιάζει ως τέτοιες διαβεβαιώνοντας εξαρχής ότι δεν συνέβησαν ποτέ και δεν θα μπορούσαν να συμβούν. Κάποιοι, βλέποντας αυτά τα βιβλία ενωμένα με εκείνο που δίνει οδηγίες για το πώς πρέπει κάποιος να συγγράφει ορθά την Ιστορία,[xxxiv] πειστήκαν ότι θέλησε να δώσει ένα παράδειγμα αυτού που είχε διδάξει. Από την αρχή όμως του έργου του δηλώνει ότι δεν είχε καμία άλλη πρόθεση παρά να χλευάσει τους τόσους ποιητές και ιστορικούς, ακόμα και τους φιλοσόφους, που ξεφούρνιζαν ατιμωρητί μύθους ως αλήθειες και έγραφαν ψευδείς εκθέσεις για ξένες χώρες, όπως είχαν κάνει ο Κτησίας[xxxv] και ο Ιάμβουλος.[xxxvi] Εάν λοιπόν, όπως το διαβεβαιώνει ο Φώτιος, είναι αλήθεια ότι το μυθιστόρημα του Αντώνιου Διογένη υπήρξε η πηγή των δυο αυτών βιβλίων του Λουκιανού, πρέπει να εννοήσουμε ότι οι μυθικές ιστορίες του Κτησία και του Ιάμβουλου υπήρξαν η αφορμή για εκείνες του Λουκιανού, ο οποίος για να κάνει εμφανέστερη την ιταμότητα και τη ματαιοδοξία έγραψε παρόμοιες, και ότι το μυθιστόρημα του Αντώνιου Διογένη υπήρξε το πρότυπο για αυτά.[xxxvii]
Την ίδια εποχή ο Ιάμβλιχος εξέδωσε τα Βαβυλωνιακά του. Έτσι τιτλοφόρησε το μυθιστόρημά του με το οποίο ξεπέρασε κατά πολύ αυτούς που είχαν προηγηθεί διότι, αν μπορούμε να κρίνουμε από την επιτομή που μας άφησε ο Φώτιος,[xxxviii] η πρόθεσή του έργου δεν συμπεριλάμβανε παρά μία δράση[xxxix] ενδεδυμένη με κατάλληλα εκφραστικά στολίδια, συνοδευόμενα με επεισόδια που είχαν ληφθεί μέσα από την ίδια την υπόθεση. Η αληθοφάνεια παρατηρείται με αρκετή ακρίβεια και οι περιπέτειες αναμιγνύονται με μεγάλη ποικιλία και χωρίς σύγχυση. Ωστόσο η διάταξη της πρόθεσής του στερείται τέχνης. Ακολούθησε άκομψα τη χρονολογική σειρά[xl] και δεν έριξε από την αρχή τον αναγνώστη /[xli]/ στο μέσον της υπόθεσης[xlii] ακολουθώντας το παράδειγμα του Ομήρου.[xliii] Ο χρόνος σεβάστηκε το έργο αυτό /[xliv]/. Το βρίσκουμε στη βιβλιοθήκη της Φλωρεντίας. Το άλλο δεν είναι ακόμα πολύς καιρός που ήταν σε εκείνην του Εσκοριάλ, αλλά δεν βρίσκεται τώρα πια εκεί. Διάβασα κάπου ότι ο Jungermanus που έχει δουλέψει ταΠοιμενικά του Λόγγου,[xlv] διέθετε ένα αντίγραφο. Ο κύριος Gaulmin τα παραθέτει στα γραπτά του και υπόσχεται στο κοινό την έκδοσή τους, από τα οποία ο Αλλάτιος είχε εκδώσει ένα μικρό μέρος.[xlvi] Κατά τα άλλα, δεν πρέπει να συγχέουμε αυτόν τον Ιάμβλιχο με έναν συνονόματό του φιλόσοφο,[xlvii] μαθητή του Πορφύριου, του οποίου ο Ευνάπιος έγραψε τον βίο,[xlviii] και ο οποίος είχε γράψει εκείνον του Πυθαγόρα και πολλά άλλα έργα· αυτός ζούσε την εποχή του αυτοκράτορα Ιουλιανού και ο μυθιστοριογράφος την εποχή του Αντωνίνου.
Ο Ηλιόδωρος τον ξεπέρασε στον τρόπο διάταξης της υπόθεσης όπως και σε όλα τα υπόλοιπα. Μέχρι τότε δεν είχαμε ακούσει κάτι καλύτερο, ούτε περισσότερο ολοκληρωμένο στη μυθιστορηματική τέχνη, από τις περιπέτειες του Θεαγένη και της Χαρίκλειας


[i] Από το σημείο αυτό, ο Huet θα αρχίσει να εξετάζει τον τρόπο με τον οποίο το μυθιστορηματικό είδος διαδόθηκε στην Ελλάδα και στην Ιταλία (Gégou, σ. 69, υποσ.1).
[ii] παίγνιο: στα λατινικά ludus. Πρβλ. Τερτυλλιανός, De spectaculis, V, 1-3.
[iii] Πρβλ. «ότι οι Ρωμαίοι ήταν αθώοι μέχρι την εποχή των Μιλήσιων και περιορίζονταν μόνο στις αξιομνημόνευτες και παράδοξες περιπέτειες, που πρώτοι αυτοί τους διέφθειραν» (« que les Romains avoient esté innocens jusqu’à eux, & ne contenoient que des aventures singulières & mémorables qu’ils les corrompirent les premiers »), α΄ έκδοση, σ. 20.
[iv] άσεμνες και απρεπείς διηγήσεις: narrations lascives et deshonnestes. Προηγούμενες εκδόσεις: « narrations lascives et d’événemens amoureux » [άσεμνες και ερωτικών επεισοδίων διηγήσεις].
[v] Αριστείδη: Αριστείδης ο Μιλήσιος (περ. Β΄ αι. π.Χ.). Τα Μιλησιακά του Αριστείδη υπήρξαν ένα διάσημο και πολυδιαβασμένο βιβλίο. Το έργο αποτελούνταν από διάφορες ερωτικές και άλλες σκηνές που αφορούσαν τον βίο των κατοίκων της ιωνικής Μιλήτου. Ο Πλούταρχος τα ονομάζει ακόλαστα βιβλία. Ο Οβίδιος αναφέρει ότι τα Μιλησιακά μεταφράστηκαν από τον Σισέννα.
[vi] του πρώτου Δαρείου: Δαρείος (521-485).
[vii] Ηγίσιππος: κωμικός ποιητής και επιγραμματοποιός του Δ΄ αι. π.Χ.
[viii] Παρθένιος: o Νικαίας, Έλληνας ελεγειακός ποιητής και μυθιστοριογράφος του Α΄ αι. π.Χ., που αιχμαλωτίστηκε από τους Ρωμαίους στον πόλεμο εναντίον του Μιθριδάτη. Υπήρξε δάσκαλος του Βιργίλιου. Το πεζό του έργο Περὶ ἐρωτικών παθημάτων που διασώθηκε είναι απάνθισμα θρύλων σχετικών με ερωτικές περιπέτειες.
[ix] με τους πληθυσμούς της Ελλάδας : « avec les peuples de la Grèce ». Πρβλ. α΄ έκδοση, σ. 21: « avec les Grecs » (με τους Έλληνες).
[x] Αθήναιος, Δειπνοσοφισταί, Βιβλίο 13, 31-40.
[xi] Αρίστωνα: Αρίστων ο Χίος ή Αρίστων ο Φάλανθος (Γ΄ αι. π.Χ.), στωικός φιλόσοφος από τη Χίο, ο επονομαζόμενος και «Σειρήν» εξαιτίας της ευγλωττίας και της πειθούς του. Τα έργα του δεν σώζονται.
[xii] Διογένης Λαέρτιος, Βίοι Φιλοσόφων, βιβλίο Ζ΄.
[xiii] ενός ομώνυμου συγγραφέα: εννοεί τον Αρίστωνα τον Κείο τον περιπατητικό. Το έργο που εννοεί το κείμενο του Huet είναι το Περὶ τῶν ἐρωτικῶν ὁμοίων.
[xiv] που μνημονεύεται από τον Αθήναιο: «Καί μοι δοκεῖ ᾿Αρίστων ὁ Κεῖος ὁ περιπατητικὸς οὐ κακῶς εἰρηκέναι ἐν τῷ δευτέρῳ περὶ τῶν ᾿Ερωτικῶν ῾Ομοίων πρός τινα ᾿Αττικόν, μέγαν τινὰ κατὰ τὴν ἡλικίαν ἐπιδεικνύντα ὡς καλόν, ᾧ Δῶρος ἦν ὄνομα», Αθήναιος, Δειπνοσοφισταί, Βιβλίο 13, 15.
[xv] Φίλιππος ο Αμφιπολίτης, ιστορικός. Έγραψε έργα με τους εξής τίτλους: Θασιακά, Ροδιακά, Κωακά.
[xvi] Ηρωδιανός, ιστορικός από τη Συρία (Γ΄ αι. μ.Χ.). Το έργο του με τίτλο Τῆς μετὰ Μάρκον βασιλείας ἱστορίαι, σε οκτώ βιβλία, περιγράφει γεγονότα πενήντα εννέα ετών, από τον θάνατο του Μάρκου Αυρήλιου έως την άνοδο του Γορδιανού Γ΄.
[xvii] Πρόκειται για το έργο Τῶν ὑπὲρ Θούλην ἀπίστων λόγοι κδ΄. Πρβλ. α΄ έκδοση, σ. 22: « un véritable roman des voyages et des amours des amours de … » (ένα πραγματικό μυθιστόρημα περιηγήσεων και ερώτων του …).
[xviii] Πρβλ. Φώτιος, Βιβλιοθήκη, Κώδ. 166, 111b, αράδα 30-42: «Οὕτω μὲν οὖν καὶ ἐπὶ τούτοις ἡ τῶν δραμάτων πλάσις τῷ Ἀντωνίῳ Διογένει ἐσχημάτισται. Ἔστι δ’, ὡς ἔοικεν, οὗτος χρόνῳ πρεσβύτερος τῶν τὰ τοιαῦτα ἐσπουδακότων διαπλάσαι, οἷον Λουκιανοῦ, Λουκίου, Ἰαμβλίχου, Ἀχιλλέως Τατίου, Ἡλιοδώρου τε καὶ Δαμασκίου. Καὶ γὰρ τοῦ περὶ ἀληθῶν διηγημάτων Λουκιανοῦ καὶ τοῦ περὶ μεταμορφώσεων Λουκίου πηγὴ καὶ ῥίζα ἔοικεν εἶναι τοῦτο· οὐ μόνον δὲ ἀλλὰ καὶ τῶν περὶ Σινωνίδα καὶ Ῥοδάνην, Λευκίππην τε καὶ Κλειτοφῶντα, καὶ Χαρίκλειαν καὶ Θεαγένην, τῶν τε περὶ αὐτοὺς πλασμάτων καὶ τῆς πλάνης ἐρώτων τε καὶ ἁρπαγῆς καὶ κινδύνων ἡ Δερκυλλὶς καὶ Κήρυλλος καὶ Θρουσκανὸς καὶ Δεινίας ἐοίκασι παράδειγμα γεγονέναι».
[xix] Στο σημείο αυτό, συμπεριελάμβανε και τον Ηλιόδωρο διότι αντιγράφει κατά γράμμα τα ονόματα από αντίστοιχο χωρίο της Βιβλιοθήκης του Φωτίου (βλ. προηγούμενη σημείωση), πρβλ. α΄ έκδοση, σ. 22. Έχει αφαιρεθεί μετά από τη β΄ έκδοση (σ. 45-46).
[xx] Είναι φανερό ότι ο Huet έχοντας χρησιμοποιήσει τον Φώτιο ή το Λεξικό του Σουίδα, προσπαθεί να κατανοήσει και να εξετάσει τη λογική ή την αλήθεια των λόγων τους. Απέναντι στα κείμενα που αναφέρονται σε αρχαίους συγγραφείς στέκεται κριτικά και παίρνει θέση.
[xxi] Στέφανος ο Γεωγράφος: Στέφανος ο Βυζάντιος (τέλη Ε΄/αρχές ΣΤ΄ αι. μ.Χ.). Έγραψε ένα γεωγραφικό λεξικό με το τίτλο Ἐθνικὰ. Χρησιμοποίησε ως πηγές γεωγράφους και ιστορικούς της αρχαιότητας.
[xxii] Βέργη ή Βέργα, αρχαία πόλη της Μακεδονίας. Ανήκε στη θρακική περιφέρεια της Αττικής συμπολιτείας. Ο Αντιφάνης ο Νεότερος ή ο Βεργαίος έμεινε γνωστός για το ότι ποτέ δεν έλεγε την αλήθεια. Έγραψε βίους και ανέκδοτα εταίρων. Ο Αντιφάνης ο κωμικός ποιητής της Αττικής κωμωδίας ήταν Σμυρναίος ή Ρόδιος. Προφανώς ο Huet εννοεί τον πρώτο, στον οποίον δίνει την επαγγελματική ιδιότητα του δευτέρου.
[xxiii] βεργάιζε: στον Ενεστώτα: βεργαΐζει.
[xxiv] Τις πληροφορίες αυτές του Huet ο Κοραής τις ανασυγκροτεί ως εξής: «Τὸ αὐτὸ πρέπει νὰ εἴπωμεν καὶ περὶ τοῦ Ἀντιφάνους, μ’ ὅλον ὅτι Ἀντώνιος ὁ Διογένης εἰς τὴν Μυθιστορίαν αὑτοῦ, ἐπιγραφομένην «Τῶν ὑπὲρ Θούλην ἀπίστων», λέγει ῥητῶς (παρὰ τῷ Φωτίῳ Κώδ. ρξς΄) ὅτι τοιούτων τερατολογημάτων συγγραφεὺς ἀρχαιότερος αὐτοῦ ἐχρημάτισεν ὁ Ἀντιφάνης. Τίς ἦτο καὶ πότε ἤκμασεν ὁ Ἀντιφάνης, εὔκολον δὲν εἶναι νὰ διορισθῇ· πιστεύουσι τινὲς ὅτι εἶναι ὁ αὐτὸς καὶ ὁ Ἀντιφάνης κωμικὸς ποιητὴς, καταγόμενος ἀπὸ τὴν Βέργην, πόλιν τῆς Θρᾴκης, τοῦ ὁποίου ἡ ἄκρατος καὶ ἀπίθανος ψευδολογία ἔδωκεν χώραν εἰς τὰς παρομοιώδεις ταύτας φράσεις «Βεργαῖον διήγημα» ἤγουν ψεῦδος ἀπίθανον, καὶ «Βεργαΐζειν,» ἤγουν ἀναισχύντως ψεύδεσθαι.», βλ. Κοραής, «Επιστ. Αλ. Βασιλείου», ό.π., σ. 6-7.
[xxv] Ρόσκιου: Roscius. Κουίντος Ρόσκιος Γάλλος (126-62 π.Χ.): πρόκειται για τον μεγαλύτερο Ρωμαίο ηθοποιό.
[xxvi] Το έργο αυτό […] δεν μπορούσε να απέχει από παρόμοιες διασκεδάσεις: πρβλ. Κοραή («Επιστ. Αλ. Βασιλείου», ό.π., σ. 7-8) όπου ο Κοραής τονίζει ιδιαίτερα το ασελγές των Μιλησιακών: «Ὁ Σουρήνας, […] τὰ ἔδειξεν εἰς τὴν Γερουσίαν τῶν Σελευκέων, ἐλέγχων πικρῶς τὴν ἀκολασίαν τῶν Ρωμαίων, ἐπειδὴ οὐδ’ εἰς καιρὸν πολέμου ἐδύναντο νὰ ἀπέχωσιν ἀπὸ τόσον ἀσελγῆ συγγράμματα, ‘‘Εἰ μηδὲ πολεμοῦντες ἀπέχεσθαι πραγμάτων καὶ γραμμάτων δύνανται τοιούτων’’».
[xxvii] Πρβλ.: «δεν θα πρέπει να συγκαταλέγεται ανάμεσα στους μυθιστοριογράφους, διότι» (« ne foit pas estre conté parmy les Romanciers; car »), α΄ έκδοση, σ. 23.
[xxviii] Πρβλ.: «σε ζώα και ζώων σε ανθρώπους» (« en bestes, & de bestes en hommes »), α΄ έκδοση, σ. 23, β΄ έκδοση, σ. 48, ζ΄ έκδοση, σ. 54, ι΄ έκδοση, σ. 40. Η αλλαγή έγινε μόνο στην η΄ έκδοση.
[xxix] Πρβλ. «Ο όνος του Λούκιου» (« l’âne de Lucius »), α΄ έκδοση, σ. 23.
[xxx] Πρβλ.: «αυτή η πλαστή ιστορία αντλήθηκε από αυτόν» (« cette fiction estoit prise de luy »), α΄ έκδοση, σ. 23.
[xxxi] Brancaleone: έργο του ευγενικής καταγωγής Antonio Giorgio Besozzi (α΄ μισό του ΙΣΤ΄ αι. – αρχές ΙΖ΄ αι.), το Historia de Brancaleone εκδόθηκε για πρώτη φορά στο Μιλάνο το 1610 από τον Gerolamo Trivúlzio και έφερε το όνομα του τελευταίου ως τον συγγραφέα του έργου. Το πρώτο μέρος του μυθιστορήματος είναι εμπνευσμένο από τον Απούληιο, ενώ το δεύτερο μέρος, στην ιστορία του γαϊδάρου με το λιοντάρι, έχει ομοιότητες με ένα παραμύθι από το Macevoli Notti (αρ. Χ 2) του Giovanni Francesco Straparola (1480-1557). Οι επιρροές όμως του Besozzi είναι πολυπληθέστερες. Η επανέκδοση του έργου, και πάλι με το όνομα του Trivúlzio ως συγγραφέα του, συνοδεύτηκε, εκ μέρους των εκδοτών Giovanni και Varisco Varischi, από την παρουσίασή του ως έργου με γενικότερη ηθική αξία και πιο συγκεκριμένα ως μίας πολιτικής αλληγορίας με τον εκτενή επεξηγηματικό τίτλο: Brancaleone, overo l’idea della prudenza, favola morale politica, nella quale sotto bellissima et avveduta maniera d’animali parlanti, s’ammaestra lo ‘ntelletto (Βενετία 1617) [πληροφορία από: http://webcache.googleusercontent.com/search?q=cache:Rfs71AMGgwYJ:www.treccani.it/enciclopedia/antonio-giorgio-besozzi_(Dizionario-Biografico)/+%22Historia+de+Brancaleone,+1617%22&cd=9&hl=el&ct=clnk&gl=gr].
[xxxii] Πρόκειται για το τελευταίο από τα δώδεκα διηγήματα των Novelas ejemplares (1613), βλ. Θερβάντες, «Νουβέλα και διάλογος του Σκιπίωνα και του Μπεργκάνθα, σκυλιών του νοσοκομείου της Αναστάσεως, στην πολιτεία της Πουέρτα δελ Κάμπο. Συνήθως ονομάζονται σκυλιά του Μάουδες» στο Υποδειγματικές νουβέλες, τ. Β΄, εκδ. Printa, Αθήνα 2004, σ. 251-326 (μτφρ. Σοφία Κορνάρου).
[xxxiii] Δίκης φωνηέντων: [Κρίση φωνηέντων] Δίκη Συμφώνων τοῦ Σίγμα πρὸς τὸ Ταῦ ὑπὸ τοῖς ἑπτὰ φωνήεσιν.
[xxxiv] Εννοεί το Πῶς δεῖ ἱστορίαν συγγράφειν, έργο του 165 μ.Χ. που διακωμωδεί τους ιστοριογράφους που επιχείρησαν να περιγράψουν τον πόλεμο των Ρωμαίων και των Παρθών μιμούμενοι τον τρόπο συγγραφής του Ηρόδοτου και του Θουκυδίδη. Βλ. «ἀλλ᾽ ἀφ᾽ οὗ δὴ τὰ ἐν ποσὶ ταῦτα κεκίνηται, ὁ πόλεμος ὁ πρὸς τοὺς βαρβάρους καὶ τὸ ἐν Ἀρμενίᾳ τραῦμα καὶ αἱ συνεχεῖς νῖκαι, οὐδεὶς ὅστις οὐχ ἱστορίαν συγγράφει, μᾶλλον δὲ Θουκυδίδαι καὶ Ἡρόδοτοι καὶ Ξενοφῶντες ἡμῖν ἅπαντες, καὶ ὡς ἔοικεν, ἀληθὲς ἄρ᾽ ἦν ἐκεῖνο τό “Πόλεμος ἁπάντων πατήρ”, εἴ γε καὶ συγγραφέας τοσούτους ἀνέφυσεν ὑπὸ μιᾷ τῇ ὁρμῇ.», Λουκιανός, Πῶς δεῖ ἱστορίαν συγγράφειν, 2, 4. Πρβλ. μτφρ. Ιωάννη Κονδυλάκη: «ἀλλ᾽ ἀφ᾽ ὅτου ἤρχισεν ὁ ἐξακολουθῶν πόλεμος [ενν. το 162 μ.Χ.] κατὰ τῶν βαρβάρων καὶ συνέβη ἡ ἦττα εἰς τὴν Ἀρμενίαν καὶ ἠκολούθησαν αἱ συνεχεῖς νῖκαι, δὲν ἔμεινε κανεὶς ὁ ὁποῖος νὰ μὴ γράψῃ ἱστορίαν· ὅλοι ἔγειναν Θουκυδίδαι καὶ Ἡρόδοτοι καὶ Ξενοφῶντες, οὕτως ὥστε νὰ ἀληθεύῃ ἐκεῖνο τὸ ὁποῖον εἶπεν ὁ φιλόσοφος [ενν. τον Εμπεδοκλή], «ὁ πόλεμος εἶνε τῶν ὅλων ὁ πατὴρ», ἀφοῦ τόσους συγγραφεῖς ἐγέννησε διὰ μιᾶς.» διαθέσιμο από http://www.mikrosapoplous.gr/lucian/PosDeiIstorian1. htm.
Πρβλ. πώς ο Κοραής ενσωματώνει αυτήν την πληροφορία (Κοραής, «Επιστολή προς Αλέξανδρον Βασιλείου», σ. 26-27).
[xxxv] Κτησίας: Κτησίας ο Κνίδιος (5ος αι. π.Χ.-αρχές 4ου αι. π.Χ.). Συγγραφέας των Περσικών για τη μη αληθοφάνεια των οποίων τον κατηγόρησε πρώτος ο Πλούταρχος στον Βίο του Αρταξέρξη (Ι, 4), και των Ινδικών, ένα σύνολο μυθικών κειμένων όπου αναφέρονται ανθρωπόμορφα τέρατα: οι κυνοκέφαλοι, οι σκιάποδες και ο βάρικος (manticore), ένα είδος λιονταριού με κεφάλι ανθρώπου και ουρά σκορπιού.
Στην έκδοση του 1799 (σ. 42) αναφέρεται λανθασμένα Crésias. Το λάθος δεν έχει διορθωθεί στη σύγχρονη έκδοση Gégou. Το σωστό ως Ctesias, στο χειρόγραφο της BNF (χειρ.αρ.σελ. 22, αράδα 3) και στις εκδόσεις: α΄ έκδοση, σ. 24, β΄έκδοση, σ. 50, ζ΄ έκδοση, σ, 57, ι΄ έκδοση, σ. 42.
[xxxvi] Ιάμβουλος: Έλληνας έμπορος και περιηγητής των αλεξανδρινών χρόνων που έγραψε μια μυθική περιγραφή της περιήγησής του στην Αραβία, στην Ινδική και στην Περσία. Περίληψη του έργου του αναφέρεται από τον Διόδωρο τον Σικελιώτη.
[xxxvii] Πρβλ. «ο Λουκιανός βρήκε την αφορμή από αυτό το μυθιστόρημα, όπως επίσης και από τις μυθικές ιστορίες του Κτησία και του Ιάμβουλου, να γράψει τις δικές του για να δείξει την ιταμότητα και τη ματαιοδοξία» (« Lucien a pris occasion de ce Roman, aussibien que des Histoires fabuleuses de Ctesias & d’Iambulus, d’écrire les siennes, pour en faire voir l’impertinence & la vanité »), α΄ έκδοση, σ. 24.
[xxxviii] αν μπορούμε να κρίνουμε από την επιτομή που μας άφησε ο Φώτιος: για το ότι δεν σώθηκε το έργο αυτό παρά μονάχα μέσα από την επιτομή του Φωτίου, βλ. Κοραή, «Επιστ. προς Αλ. Βασιλείου», ό.π., σ. 9, όπου ο Κοραής παραπέμπει στον Huet, Περί τῆς ἀρχῆς τῶν Ρωμανῶν, σ. 68.
[xxxix] μία δράση: προβάλλεται η ανωτερότητα των Βαβυλωνιακών λόγω της ενότητας της δράσης.
[xl] τάξη του χρόνου: l’ordre des tem[p]s (στον πληθ.), εννοεί τη χρονική (γραμμική) εξιστόρηση των γεγονότων.
[xli] Σε όλες τις άλλες εκδόσεις, εκτός από την όγδοη έγραφε: «όπως θα το μπορούσε» (« comme il le pouvoit »), α΄ έκδοση, σ. 25, β΄ έκδοση, σ. 51, ζ΄ έκδοση, σ. 55, ι΄ έκδοση, σ. 43.
[xlii] στο μέσον της υπόθεσης: dans le milieu du sujet : In medias res
[xliii] Πρβλ. α΄ έκδοση, σ. 25: «ακολουθώντας το παράδειγμα που ο Όμηρος μάς άφησε στην Οδύσσειά του» (suivant l’exemple qu’Homère en a laissé dans son Odyssée). Η αλλαγή έγινε από τη β΄ έκδοση (σ. 51) και μετά, όταν προστέθηκε κείμενο 18 αράδων (Le temps a respecté […] sous Antonin) (β΄έκδ., σ. 51-52).
[xliv] Πρβλ. α΄ έκδοση, σ. 25: «και το είδαμε στη βιβλιοθήκη του Εσκοριάλ» (« & on l’a vû dans la Bibliothèque de l’Escurial »). Βλ. επίσης β΄ έκδοση, σ. 51, όπου αν και έχει προσθέσει όλη την καινούργια παράγραφο, συνεχίζει να έχει το ίδιο λάθος (βλ. ομοίως ζ΄ έκδοση σ. 58), επειδή η αναφορά για τη βιβλιοθήκη του Εσκοριάλ αφορά τα Βαβυλωνιακά και όχι την Οδύσσεια, όπως καταλαβαίνει κάποιος από την παλιά μορφή του κειμένου, πριν ο Huet το διορθώσει στην όγδοη έκδοση. Μέχρι τον ΙΖ΄ αι. τα Βαβυλωνιακά δεν είχαν ακόμα απολεσθεί. Ο Huet χρησιμοποίησε αλλού την πληροφορία του Vossius ότι η βασίλισσα Χριστίνα της Σουηδίας (1626-1689) είχε στείλει στην Ισπανία έναν απεσταλμένο με διαταγή να κάνει ένα αντίγραφο του έργου αυτού, αλλά εκείνος έκλεψε το αυθεντικό.
[xlv] Jungermanus: Jungermann (μέσα ΙΣΤ΄ αι.-1610), Γερμανός φιλόσοφος. Εξέδωσε το Longi Pastoralia Graece cum Latina Versione et Νotis, Χανάου 1606.
[xlvi] Ο Huet αναφέρεται στο απόσπασμα που υπάρχει στην έκδοση του Αλλάτιου Excerpta varia Graecorum Sophistarum et Rhetorum (Ρώμη 1641, σ. 250) το οποίο αποδίδεται στον ρήτορα Αδριανό τον Τύριο (Β΄ αι. μ.Χ.). Τον ΙΘ΄ αιώνα, ο Simon Chardon de la Rochelle (1755-1814) ενσωμάτωσε και μετάφρασε το απόσπασμα αυτό, όταν εξέδωσε το: Μélanges de critique et de philologie (Παρίσι 1812, τόμος Ι, σ. 88-91) με τον τίτλο: «Περί προόδου του Βαβυλωνίων Βασιλέων / Départ du roi de Babylone» (ελλην./γαλλ.).
Η φήμη του Αλλάτιου στη Γαλλία ήταν πολύ διαδεδομένη. Συγκεκριμένα στη Λυών εκδόθηκαν τέσσερα από τα πρώτα του έργα, ενώ στο Παρίσι εννέα έργα του (βλ. βιβλιοπαρουσίαση του Jean Irigoin, «84, Jacomo Carmela. Bibliografia di Leone Allacci …», Revue des Études Grecques, 1963, τόμος 76, αρ. 359, σ. 311-312). Στη βιβλιοθήκη του ο Huet είχε αντίτυπο του έργου Leonis Allatii de Libris et Rebus Ecclesiasticis Graecorum, Dissertationes et Observationes Varie (1645), βλ. πληροφορία στον Legrand, Bibliothèque Hellénique …dix-septième siècle (Παρίσι 1894), τ. 2, σ. 22, αρ. 374. Η ύπαρξη στις βιβλιοθήκες των Ιησουιτών έργων του Αλλάτιου πιστοποιείται και από άλλες πηγές, και σχετίζεται με το ενδιαφέρον για την ένωση της Ανατολικής με τη Δυτική Εκκλησία, π.χ. αντίτυπο του De Ecclesiae Occidentalis atque Orientalis Perpetua Consensione (Κολωνία 1648) υπήρχε στη βιβλιοθήκη των Γάλλων Ιησουίτων στο Πεκίνο (Joseph S.J. Dehergne, « La bibliothèque des Jésuites français de Pékin au premier tiers du XVIIIe siècle » στο Bulletin de l’École française d’Extrême Orient, τόμος 56, 1969, σ. 125-150, συγκεκριμένα σ. 144). Ο ακαταπόνητος Αλλάτιος υπήρξε συγγραφέας και μίας ανθολογίας Ελλήνων ποιητών της αρχαιότητας που συνέλλεξε και πρόσφερε το 1655 στη βασίλισσα ‒που ο Huet θαύμαζε και γνώρισε προσωπικά‒ τη Χριστίνα της Σουηδίας, όταν αυτή επισκέφτηκε τη Ρώμη (το έργο σε βιβλιοθήκη της Ρώμης, βλ. Legrand, ό.π., σ. 88, αρ. 416). Υπάρχει επίσης ένα αυτοσχέδιο ποίημα του προς τιμήν της, το Εις Χρηστίναν Βασίλισσαν (1656) που αναφέρει ο Σάθας (Κ. Σάθας, Νεοελληνική Φιλολογία. Βιογραφίαι των εν τοις γράμμασι διαλαμψάντων Ελλήνων…, Αθήνα 1868, σ. 273).
[xlvii] συνονόματό του φιλόσοφο: πρόκειται για τον νεοπλατωνικό Ιάμβλιχο τον Φιλόσοφο (περ. 245/270-πριν από το 330 μ.Χ.) από τη Χαλκίδα, την επονομαζόμενη, της Κοίλης της Συρίας. Έργα του είναι: Περὶ τοῦ πυθαγορικοῦ βίου, Προτρεπτικὸς ἐπὶ φιλοσοφίαν, Περὶ τῆς κοινῆς μαθηματικῆς ἐπιστήμης, Περὶ τῆς Νικομάχου Γερασηνοῦ ἀριθμητικῆς εἰσαγωγῆς, Τὰ θεολογούμενα ἀριθμητικὰ και Περὶ τῶν Αἰγυπτίων Μυστηρίων.
[xlviii] Ευνάπιος (346-414 μ.Χ.), νεοπλατωνικός φιλόσοφος και ιστορικός από τις Σάρδεις της Λυδίας. Έγραψε το Βίοι σοφιστῶν (396 μ.Χ.), που εξέδωσε σε δύο τόμους ο Jean-François Boissonade (Vitas Sophistarum et Fragmenta Historiarum, Άμστερνταμ 1822) με εκδότη τον Daniel Albert Wyttenbach.

ΓΙΑ ΤΟ ΣΥΓΓΡΑΦΕΑ:
O Pierre-Daniel Huet [Πιέρ-Ντανιέλ Υέτ] (1630-1721), γνωστός ως επίσκοπος του Avranches [Αβράνς], υπήρξε μία από τις σημαντικότερες προσωπικότητες της Γαλλίας του δέκατου έβδομου αιώνα. Σε συνεργασία με τον Bossuet [Μποσυέ] είχε αναλάβει την εκπαίδευση του υιού του Λουδοβίκου ΙΔ΄ της Γαλλίας και την έκδοση των λατινικών κειμένων Ad usum Delphini. Γνώστης και μελετητής της αρχαιότητας, αφιέρωσε τη ζωή του στη μελέτη των αρχαίων κειμένων, της λογοτεχνίας αλλά και της γεωμετρίας και αστρονομίας. Το παρόν έργο του, που έχει τον γαλλικό τίτλο Traité de l’origine desromans (πρώτος τίτλος: Lettre de Monsieur Huet à Monsieur de Segrais. De l’originedes romans) (Παρίσι 1670), αποτελεί την πρώτη ιστορία του μυθιστορήματος. Το έργο αυτό επηρέασε σε παγκόσμιο επίπεδο την καταγραφή και αποτίμηση του λογοτεχνικού αυτού είδους, ενώ αποτέλεσε σταθμό και σημείο αναφοράς των λογίων για τουλάχιστον δύο αιώνες. Μεταφράστηκε στα αγγλικά, λατινικά, γερμανικά, ολλανδικά, ενώ το ίδιο το γαλλικό κείμενο επανεκδόθηκε πολλές φορές είτε ως εισαγωγή στο μυθιστόρημα της Madame de la Fayette [Μαντάμ ντε Λαφαγιέτ] Zayde, η έκδοση του οποίου αποτέλεσε ακριβώς και τον λόγο που συντάχθηκε, είτε ως αυτόνομο έργο.