Τρίτη 4 Οκτωβρίου 2016

Διαμονές: Το ταξίδι στην Ελλάδα



Σε όλο το έργο του Μ.Χάιντεγκερ η παρουσία της Ελλάδας είναι έντονη. Hράκλειτος, Παρμενίδης, Σοφοκλής, Αντιγόνη, Πλάτων αποτελούν αναγκαίες αναφορές και προυποθέσεις τού έργου του.
Αλλά στο « Διαμονές : Το ταξίδι στην Ελλάδα» (Εκδ.:ΚΡΙΤΙΚΗ 1998 ,μετ.Γ.Φαράκλας, Επιμ.Ν.Καλταμπάνος,πολυτονική έκδοση) ο Χάιντεγκερ περιγράφει τίς εντυπώσεις από μία επίσκεψη στην Ελλάδα το 1962, που είναι συγχρόνως και ένα διαχρονικό ταξίδι στον ελληνικό λόγο.
Πώς θα αντιμετωπίσει τον ελληνικό τόπο με την ιστορία που περιέχει και τίς σημασίες που κομίζει; Όπως επισημαίνει ο Γ.Φαράκλας « ο Χάιντεγκερ υπενθυμίζει ότι το νοήμον όν είναι πρώτα κάτοικος .Ταυτίζομαι μ’έναν τόπο. Ως σκεπτόμενος δεν ανήκω κάπου και οικειοποιούμαι όσα είναι κάπου . αλλά ως κάτοικος ανήκω ,νοιώθω οικεία , ανοίκεια ,είμαι οικειοποιημένος εγώ από κάτι άλλο , και τούτο , προτού αρχίσω να σκέφτομαι »(σελ.115).
Η περιγραφή, από τον Μ.Χάιντεγκερ ,του ταξιδιού του ,αρχίζει με ένα απόσπασμα από το ποίημα του Χαίλντερλίν «Άρτος και Οίνος» , που εμπνέεται κι αυτό από την περιπλάνηση στον ελληνικό χώρο και χρόνο.
Τι αντικρύζει ο « φιλόσοφος των δρόμων του δάσους» καθώς ως
επιβάτης του πλοίου «Γιουγκοσλαβία» επισκέπτεται την χώρα μας ;
Κατ΄αρχήν η νοσταλγία της αρχαίας πραγματικότητας τον θέτει ενάντιο σε ότι εκπροσωπεί η νεωτερικότητα :

«Οι θεοί της Ελλάδας και ο ανώτατος θεός τους , άν ποτέ έλθουν , θα επανακάμψουν μόνο μεταμορφωμένοι σ’ έναν κόσμο που η ανατρεπτική αλλαγή του οφείλεται στον τόπο τών θεών που υπήρξε η αρχαία Ελλάδα. Άν όσα σκέφθηκαν οι διανοητές της αρχαίας Ελλάδας ,ενώ άρχιζε η φυγή των θεών , δεν είχαν ειπωθεί σε μιά γλώσσα αυτοφυή και άν τα ειρημένα δεν είχαν έπειτα μετασχηματισθεί σε εργαλείο αλλότριας κοσμοθεώρησης , δεν θα κυριαρχούσε τώρα η ως πρός το ίδιόν της ακόμη κρυμμένη εξουσία της πανδαμάτορος νεώτερης τεχνικής και της σύστοιχης προς αυτήν επιστήμης και βιομηχανικής κοινωνίας ». 

Το πλοίο που επιβαίνει ο Χάιντεγκερ «πιάνει» στην Κέρκυρα, στην Κεφαλλονιά ,στην Ιθάκη , στο Κατάκωλο.Οδικώς κατευθύνεται στην Ολυμπία.Ο Χάιντεγκερ αφιερώνει αρκετές σελίδες στον χώρο της αρχαίας Ολυμπίας και σημειώνει ότι στα έργα γλυπτικής που αντίκρυσε εκεί αναδύθηκε το ίδιον του ελληνικού κόσμου « εφ’ όσον εδώ το ίδιον του ελληνικού κόσμου κατέστη « ξέφωτο», χωρίς να πάψει να είναι απόμακρο» (σελ.49).
Για τον Χάιντεγκερ :

«η ελληνικότητα συνέχισε να είναι κάτι που προσδοκούσα , κάτι που διαισθανόμουν μέσα από την ποίηση των αρχαίων , κάτι που προσέγγιζα χάρη στίς Ελεγείες και στούς Ύμνους του Χαίλντερλίν , κάτι που σκεφτόμουν στίς μακρές οδούς τής σκέψης » (σελ.51). 

Ο Χάιντεγκερ θα επισκεφθεί τούς τόπους που φέρουν στοιχεία της αρχαιοελληνικής ιστορίας : Κόρινθος ,Μυκήνες , Νεμέα, Άργος , Επίδαυρος, Κνωσσός, Φαιστός , Πάτμος,Δήλος ,Ρόδος.Δεν προσηλώνει την ματιά του τόσο στον φυσικό χώρο, αλλά αναζητεί τίς αφορμές για να στοχαστεί την προσωκρατική σκέψη , την τεχνική , την εξέλιξη της Ευρώπης: « Ο διάλογος με το ασιατικό στοιχείο υπήρξε γόνιμη αναγκαιότητα για το ελληνικό Dasein.Αυτός ο διάλογος ανάγεται για μάς σήμερα – μ’έναν ολότελα άλλο τρόπο , σε πολύ μεγαλύτερη έκταση – στην απόφαση για το πεπρωμένο της Ευρώπης και όλων όσων ονομάζονται δυτικός κόσμος» (σελ.59).
Ο Χάιντεγκερ εντυπωσιάστηκε από την Δήλο:

«Μόνο με την εμπειρία της Δήλου έγινε το ελληνικό ταξίδι διαμονή , «ξέφωτη» παραμονή κοντά σ’ ότι είναι η αλήθεια» (σελ.71). 

Στοχαστικότερος θα γίνει όταν ανέβηκε στον βράχο της Ακρόπολης :

«Καμμιά αρχαιολογική περιγραφή και ιστοριολογική εξήγηση δεν μπορούσε να αντιμετωπίσε την σιωπηλή ανάδυση αυτού τού πλησιάσματος που έρχεται από μακριά» (σελ.79).

Καθώς θα περάσει από το Αρχαιολογικό Μουσείο , το Φάληρο , το Σούνιο θα καταλήξει στο Μοναστήρι της Καισαριανής :

«Το χριστιανικό στοιχείο στην μικρή εκκλησία διατηρούσε ακόμη έναν απόηχο της αρχαίας ελληνικότητας , το «άρχειν» ενός πνεύματος που δεν θα υποκύψει στην εκκλησιαστικό – πολιτική και νομικίστικη σκέψη της ρωμαικής εκκλησίας και της θεολογίας της» (σελ. 87).

Το ταξίδι στην Ελλάδα θα κλείσει με τίς επισκέψεις στην Αίγινα και στούς Δελφούς.Ο Χάιντεγκερ επιστρέφοντας στην Εσπερία θα σημειώσει:

«Όπως ο κύλικας του Εξηκία , όπου δελφίνια γλιστρούν με ορμή κολυμπώντας γύρω από το αερόθικτο σκάφος του Διονύσου , υπάρχει εντός τών ορίων του ωραιότερου δημιουργήματος, έτσι ακριβώς ο γενέθλιος τόπος της Δύσης και της νεώτερης εποχής υπό την σκέπη της νησιώτικης υπόστασής του επαφίεται στον αναλογισμό της διαμονής».




ΜΑΡΤΙΝ ΧΑΙΝΤΕΓΚΕΡ, ΟΜΙΛΙΑ ΣΤΗΝ ΑΚΑΔΗΜΙΑ ΑΘΗΝΩΝ (4 ΑΠΡΙΛΊΟΥ 1967) 

''Που στρέφεται το στοχαστικό βλέμμα της Θεάς;
Στο άκρο του αναγλύφου στο όριο.
Το όριο δεν είναι όμως μόνο περίγραμμα και πλαίσιο, δεν είναι μόνο το σημείο που τελειώνει κάτι.
Η στοχαστική ματιά της Θεάς, δεν κοιτάζει μόνο την αόρατη μορφή των δυνάμει αόρατων έργων.
Η ματιά της Αθηνάς ακουμπά πρωτίστως σε Εκείνο που παλαιόθεν ονομάζεται από τους Έλληνες «φύσις».
Φύσις: εκείνο που αναδύεται αφ’ εαυτού εντός του εκάστοτε ορίου που κείται εκεί.

Μόνο εδώ, στην Ελλάδα, όπου το όλον του κόσμου απευθύνθηκε στον άνθρωπο ως φύσις και τον κλήτευσε, μπορούσε και όφειλε η ΑΝΤΙΛΗΨΗ και η ΠΡΑΞΗ του ανθρώπου να ανταποκριθεί σε αυτή την κλήτευση.
ΥΠΑΡΧΕΙ ΣΗΜΕΡΑ, ΥΣΤΕΡΑ ΑΠΟ 2.500 ΧΡΟΝΙΑ, ΜΙΑ ΤΕΧΝΗ Η ΟΠΟΙΑ ΔΕΧΕΤΑΙ ΤΗΝ ΙΔΙΑ ΚΛΗΤΕΥΣΗ ΠΟΥ ΑΠΕΥΘΥΝΘΗΚΕ ΣΤΗΝ ΑΡΧΑΙΑ ΕΛΛΗΝΙΚΗ ΤΕΧΝΗ;
ΟΧΙ, ΔΕΝ ΥΠΑΡΧΕΙ.''