...Στο κείμενο που ακολουθεί θα εστιάσουμε την προσοχή μας σε κάποια χάσματα της σύγχρονης επιστήμης, τα οποία θα κριθούν με τη χρήση κριτηρίων που μας παρέχει η κοσμολογία με την παραδοσιακή έννοια του όρου. Γνωρίζουμε ότι η ελληνική λέξη «κόσμος» σημαίνει την «τάξη», υπονοώντας τις ιδέες της ενότητας και της ολότητας. Η κοσμολογία συνιστά έτσι την επιστήμη του κόσμου καθόσον αντανακλά τη μοναδική του αιτία, το Όν. Αυτή η αντανάκλαση του άκτιστου στο κτιστό εκδηλώνεται κατ΄ ανάγκην με διαφορετικούς τρόπους, με μια απροσδιόριστη ποικιλία τρόπων, κάθε ένας από τους οποίους χαρακτηρίζεται από πληρότητα και αρτιότητα, ώστε να υπάρχουν πολλαπλές θέσεις του κόσμου που αφενός μεν είναι όλες τους εξίσου δυνατές και νόμιμες, αφετέρου δε πηγάζουν από τις ίδιες καθολικές και ακλόνητες αρχές.
Αυτές οι αρχές, λόγω της καθολικότητας τους, ουσιαστικά ενυπάρχουν στα βάθη της ανθρώπινης διάνοιας· όμως τούτη η καθαρή διάνοια «αποδεσμεύεται», - πράγμα που ισχύει γενικά για τον άνθρωπο που είναι προδιατεθειμένος για κάτι τέτοιο- μόνο με τη συνδρομή υπερφυσικών στοιχείων, τα οποία μόνο μια αυθεντική και πλήρης πνευματική παράδοση μπορεί να παράσχει. Δηλαδή, η γνήσια κοσμολογία συναρτάται με μια θεία αποκάλυψη, ακόμα και αν το υπό εξέταση αντικείμενο, όπως και ο τρόπος έκφρασης του δεν εμπεριέχονται στο μήνυμα αυτής της αποκάλυψης.
Τέτοια για παράδειγμα, είναι η περίπτωση της Χριστιανικής κοσμολογίας, η προέλευση της οποίας φαίνεται καταρχάς ετερογενής, αφού από τη μια παραπέμπει στη βιβλική θεώρηση της δημιουργίας, ενώ από την άλλη, βασίζεται στην κληρονομιά των Ελλήνων κοστολόγων· αν διαφαίνεται εδώ κάποιος εκλεκτικισμός, θα πρέπει να τονιστεί πως αυτός αποτελεί τον καρπό μιας πρόνοιας, αφού οι δύο υπό συζήτηση πηγές αλληλοσυμπληρώνονται με τρόπο αρμονικό καθώς η πρώτη παρουσιάζεται με τη μορφή ενός μύθου, ενώ η άλλη με τη μορφή μιας διδασκαλίας που εκφράζεται με συγκριτικά λογικούς όρους και επομένως είναι ουδέτερη από την άποψη του συμβολισμού και της πνευματικής προοπτικής...
...Ας σταθούμε προς στιγμήν σ’ αυτή τη θέαση του κόσμου, που μας είναι γνωστή ιδιαιτέρως μέσω των ποιητικών έργων του Δάντη. Ο πλανητικός ουρανός και ο ουρανός των σταθερών αστέρων που τον περιβάλλει παρουσιάζονται ως μια σειρά ομόκεντρων σφαιρών, που «όσο πιο ευρείες είναι τόσο μεγαλύτερη αξία κατέχουν», όπως εξηγεί ο Δάντης· επίσης το έσχατο όριο του, ο αδιαίρετος ουρανός του εμπυρείου, ταυτίζεται με τον συμπαντικό χώρο και την καθαρή διάρκεια. Από χωρική άποψη αντιπροσωπεύει μια σφαίρα απεριόριστης ακτίνας, και από χρονική άποψη είναι η βάση κάθε κίνησης. Η συνεχής περιστροφή του φέρει μαζί της όλες τις κατώτερες κινήσεις, οι οποίες μετρούνται σε σχέση με αυτήν, αν και η ίδια δεν μπορεί να μετρηθεί με απόλυτο τρόπο, αφού ο χρόνος δεν μπορεί να διαιρεθεί παρά μόνο σε σχέση με τον ορισμό μιας κίνησης στον χώρο.
Αυτές οι σφαίρες συμβολίζουν τις ανώτερες καταστάσεις της συνείδησης και, ακριβέστερα, τις τροπικότητες της ψυχής που, ενώ ακόμα περιέχονται στην ακέραιη ατομικότητα, ακτινοβολούνται όλο και περισσότερο από το θείο πνεύμα. Το εμπύρειον, το «κατώφλι» μεταξύ χρόνου και άχρονου, αντιπροσωπεύει το έσχατο όριο του ατομικού ή μορφικού κόσμου και ο Δάντης διασχίζει αυτό το όριο για να κατακτήσει μια νέα θέαση, η οποία είναι σε κάποιο βαθμό αντίστροφη στην κοσμική τάξη. Μέχρι το σημείο αυτό η ιεραρχία της ύπαρξης, η οποία βαίνει από το σωματικό στο πνευματικό, εκφράζεται μέσω μιας σταδιακής ανάπτυξης του χώρου, καθώς το περιέχον αποτελεί την αιτία και τον κύριο του περιεχομένου. Τώρα το θείο ον αποκαλύπτει τον εαυτό του ως το κέντρο γύρω από το οποίο περιστρέφονται οι άγγελοι, σε όλο και πιο κλειστούς χορούς. Στην πραγματικότητα δεν υπάρχει συμμετρία μεταξύ των δύο τάξεων, της πλανητικής και της αγγελικής τάξης, γιατί ο Θεός είναι συγχρόνως το κέντρο και το περιέχον όλων των πραγμάτων. Μόνο η φυσική τάξη, η τάξη του έναστρου στερεώματος, αντιπροσωπεύει την αντανάκλαση της ανώτερης τάξης...
...Έτσι οι επονομαζόμενες «δευτερεύουσες» αισθητές ποιότητες, όπως τα χρώματα, οι οσμές, οι γεύσεις και οι αισθήσεις του θερμού και του κρύου, θεωρούνται πως είναι υποκειμενικές εντυπώσεις χωρίς αντικειμενική ποιότητα ή πως δεν κατέχουν άλλη πραγματικότητα παρεκτός αυτής που ανήκει στις έμμεσες φυσικές τους αιτίες, όπως για παράδειγμα, στην περίπτωση των χρωμάτων, στις διάφορες συχνότητες των οπτικών κυμάτων: «Από τη στιγμή που θα δεχθούμε ότι κατ’ αρχάς οι αισθητές ποιότητες δεν μπορούν να θεωρηθούν καθαυτές ως ποιότητες των πραγμάτων, η φυσική μας προσφέρει ένα απόλυτα σίγουρο και ομοιογενές σύστημα, το οποίο μπορεί να δώσει απάντηση σε κάθε ερώτημα του είδους τι αποτελεί τη βάση των χρωμάτων, των ήχων, της θερμοκρασίας κ.τ.λ.». Τι άλλο είναι αυτή η ομοιογένεια, αν όχι το αποτέλεσμα μιας αναγωγής των ποιοτικών διαστάσεων της φύσης στις ποσοτικές ιδιότητες; Συνεπώς η σύγχρονη επιστήμη μας ζητά να θυσιάσουμε ένα μεγάλο μέρος απ’ ό,τι συνιστά για μας την πραγματικότητα του κόσμου, και σε αντάλλαγμα μας προσφέρει ένα μαθηματικό σχήμα που μόνο του πλεονέκτημα είναι ότι μας βοηθά να χειριστούμε την ύλη στο επίπεδο της, το επίπεδο της ποσότητας. Η μαθηματική επιλογή της πραγματικότητας δεν εξοβελίζει μόνο τις «δευτερεύουσες» ποιότητες της αντίληψης, αλλά αρνείται επίσης και αυτό που οι Έλληνες φιλόσοφοι και οι σχολαστικοί ονόμασαν μορφή- δηλαδή, την ποιοτική «σφραγίδα» που τίθεται στην ύλη από τη μοναδική ουσία ενός όντος ή ενός πράγματος. Για τη σύγχρονη επιστήμη, η ουσιαστική μορφή δεν υπάρχει: «Κάποιοι περίεργοι Αριστοτελικοί», γράφει ένας θεωρητικός της σύγχρονης επιστήμης, «ίσως πιστεύουν ακόμα πως μπορούν να συλλάβουν ενορατικά, μέσω κάποιας φώτισης με τον ενεργό νου, τις ουσιαστικές ιδέες των πραγμάτων της φύσης· όμως αυτό δεν είναι παρά ένας ευσεβής πόθος… Η ουσία των πραγμάτων δεν μπορεί να συλληφθεί ενορατικά, αλλά πρέπει να ανακαλυφθεί με την εμπειρία, μέσω μιας επίπονης ερευνητικής εργασίας». Σ’ αυτό, ο Πλωτίνος, ο Αβικέννας ή ο Άγιος Αλβέρτος ο Μέγας θα απαντούσαν ότι δεν υπάρχει τίποτα πιο έκδηλο στη φύση από την ουσία των πραγμάτων, αφού αυτή εκδηλώνεται με τις συγκεκριμένες «μορφές»· δεν μπορεί να ανακαλυφθεί με «επίπονη ερευνητική εργασία», ούτε να μετρηθεί ποσοτικά· τη συλλαμβάνει η ενόραση η οποία στηρίζεται στην αισθητηριακή αντίληψη και στη φαντασία, καθόσον η τελευταία συνθέτει τις εντυπώσεις που λαμβάνονται από τον έξω κόσμο...
...Σύμφωνα με την παραδοσιακή κοσμολογία, ο αιθέρας γεμίζει όλο τον χώρο, χωρίς διάκριση. Ξέρουμε ότι η σύγχρονη φυσική αρνείται την ύπαρξη του αιθέρα, αφού δέχεται πως αυτός δεν προβάλλει αντίσταση στην περιστροφική κίνηση της γης· λησμονείται όμως το γεγονός ότι αυτό το πεμπτουσιακό στοιχείο, το οποίο βρίσκεται στη βάση κάθε υλικής διαφοροποίησης, δεν διακρίνεται καθαυτό από κάποια ιδιαίτερη φυσική ποιότητα, επομένως δεν μπορεί να αντισταθεί σε οτιδήποτε. Αντιπροσωπεύει τον συνεχή χώρο από τον οποίο αποσπάται κάθε υλική ασυνέχεια.
Αν η σύγχρονη επιστήμη δεχόταν την ύπαρξη του αιθέρα, ίσως να έβρισκε μια απάντηση στο ερώτημα αν το φώς μεταδίδεται ως κύμα ή με τη μορφή σωματιδίων· μάλλον η κίνηση του δεν είναι ούτε το ένα ούτε το άλλο και οι φαινομενικά αντιφατικές ιδιότητές του μπορούν να εξηγηθούν από το γεγονός ότι συνδέεται άμεσα με τον αιθέρα και μετέχει της ασαφούς και συνεχούς φύσης του.
Ένα ασαφές συνεχές δεν μπορεί να χωριστεί σε μια σειρά όμοιων ενοτήτων· αν δεν ξεφεύγει αναγκαστικά από τον χρόνο ή τον χώρο, σίγουρα δεν επιδέχεται διαβαθμισμένες μετρήσεις. Αυτό ισχύει ειδικά για την ταχύτητα του φωτός, η οποία φαίνεται πάντοτε το ίδιο ανεξάρτητη από την κίνηση του παρατηρητή, είτε ο τελευταίος τοποθετείται στην ίδια κατεύθυνση είτε στην αντίθετη. Η ταχύτητα του φωτός αντιπροσωπεύει έτσι μια οριακή αξία· καμία κίνηση δεν μπορεί ούτε να την υπερβεί ούτε να εξισωθεί με αυτήν, και αυτό είναι κατά κάποιο τρόπο μια φυσική έκφραση του ταυτόχρονου, ιδιότητας που χαρακτηρίζει τη δραστηριότητα του νοητού φωτός.
Ξέρουμε πως η ανακάλυψη του γεγονότος ότι η ταχύτητα του φωτός είναι αμετάβλητη, είτε τη μετρήσουμε σε σχέση με την περιστροφή της γης, είτε σε σχέση με την αντίθετη κατεύθυνση σ’ αυτήν την περιστροφή, έχει φέρει τους αστρονόμους μπρος στο δίλημμα ή να δεχθούν την ακινησία της γης ή να απορρίψουν τις συνήθεις έννοιες του χώρου και του χρόνου.
..Παρ’ όλ’ αυτά, ο άνθρωπος των καιρών μας ζει και ενεργεί σαν να έχει εξασφαλίσει την ομαλή και συνήθη ακολουθία των ρυθμών της φύσης. Στην πράξη, δεν σκέφτεται ούτε για την άβυσσο του αστρικού κόσμου ούτε για τις τρομερές δυνάμεις που κρύβονται σε κάθε κομματάκι ύλης. Βλέπει τον ουρανό πάνω του όπως τον βλέπει ένα παιδί, με τον ήλιο και τ’ αστέρια του, όμως η ενθύμηση των αστρονομικών θεωριών τον εμποδίζει να αναγνωρίσει εκεί θεία σημεία. Ο ουρανός δεν είναι πια γι’ αυτόν η φυσική έκφραση του πνεύματος που περιβάλλει και φωτίζει τον κόσμο. Η επιστημονική γνώση έχει υποκαταστήσει αυτή την «αφελή» και συνάμα ουσιαστική θέαση, όχι ως μια νέα συνείδηση μιας ευρύτερης κοσμικής τάξης, της οποίας μέρος αποτελεί ο άνθρωπος, αλλά μιας τάξης από την οποία έχει εξοριστεί, μιας ανεπανόρθωτης αταξίας στο κατώφλι του χάους, με την οποία ο άνθρωπος δεν έχει πια κανένα κοινό μέτρο. Γιατί τίποτα πια δεν του θυμίζει ότι όλο αυτό το σύμπαν περιέχεται εντός του, όχι στην ατομική του ύπαρξη, αλλά στο πνεύμα που ενυπάρχει σ’ αυτόν και συγχρόνως υπερβαίνει τόσο τον εαυτό του όσο και όλο το φαινομενικό σύμπαν...