«… Η εξήγηση της επίδρασης που μπορεί να έχει πάνω μας ο Σαίξπηρ, έγκειται αποκλειστικά στην έμπνευση του, ή αν προτιμάτε, στην πνευματικότητα του, που σύμφωνα με την πραγματική έννοια της λέξης σημαίνει το ένα και το αυτό. Δεν είναι απλά ζήτημα δύναμης της γλώσσας… εκλεπτυσμένου στίχου… Πολλά χαρακτηριστικά των Σαιξπηρικών έργων φανερώνουν ότι ο ποιητής είχε τη δύναμη να ανάγεται στο υπερβατικό. Η επαφή του Σαίξπηρ με μια υπερβατική πηγή συνάγεται κυρίως από τη σταθερή επανεμφάνιση ενός υπερβατικού συνολικού αποτελέσματος. Αυτή η επαφή είναι ένα μυστικό, γιατί ανήκει στον χώρο των Μυστηρίων· όμως ο αληθινός και πρωταρχικός σκοπός της τέχνης –ο ουσιαστικός λόγος ύπαρξης της- είναι ακριβώς η μετάδοση μυστικών, όχι με την απογύμνωση τους, αλλά με την υπαινικτική προσφορά τους, με το να γίνουν πιο προσιτά ώστε να μπορέσουμε να τα προσεγγίσουμε. Η πραγματικά εμπνευσμένη τέχνη γοητεύει τον άνθρωπο και προς στιγμήν τον αλλάζει, κάνοντας το αδύνατο δυνατό και βοηθώντας τον άνθρωπο να υπερβεί τον εαυτό του… να ακολουθήσει, οραματικά, το μονοπάτι των ηρώων και να βρει την γαλήνη».
Martin Lings
Σάς παραθέτουμε μερικά αποσπάσματα.
...Αυτές οι παρατηρήσεις δεν επαρκούν για να δικαιολογήσουν την άποψη ότι στον Μάκμπεθ υπάρχει ένα ουσιαστικό υπόστρωμα νοήματος που αντιστοιχεί στο δεύτερο μέρος του έπους του Δάντη. Όμως η αναφορά της μετάνοιας του θάνη του Κάουντορ λειτουργεί ως ερέθισμα για να επικεντρώσουν προς στιγμήν οι θεατές τη σκέψη τους στην ιδέα της εξιλέωσης, και αυτό είναι σημαντικό, γιατί το συγκεκριμένο έργο χρειάζεται να δανειστεί το καθαρτήριο θύμα του από το κοινό. Ο παραπάνω λόγος θέτει επίσης ένα σταθερό μέτρο βάσει του οποίου μπορούμε, αντιθετικά, να αντιληφθούμε ότι η πικρή μεταμέλεια των πρωταγωνιστών, όση ένταση και αν έχει, απέχει πολύ από τη βαθιά μετάνοια, χωρίς την οποία είναι αδύνατη η μετάβαση στο Καθαρτήριο.
Πρέπει να γίνει διάκριση μεταξύ της ηθελημένης καθόδου στον Άδη με απώτερο στόχο το Καθαρτήριο, και της καταδικαστικής καθόδου των κολασμένων. Μόνο γι’ αυτούς ισχύουν τα τελευταία λόγια της επιγραφής στην πύλη του Δάντη:
Lasciate ogni speranza, voi ch’ entrate?
Στη συγκεκριμένη τραγωδία εκδηλώνεται ακριβώς η φοβερή αλήθεια των λέξεων αυτών. Από τον πρώτο χτύπο στην πύλη, οι σκηνές που εμφανίζεται ο Μάκμπεθ και η σύζυγός του μοιάζουν με την Κόλαση χωρίς τον ίδιο τον Δάντη. Αυτός, ο δημιουργός- θεατής, ο οποίος έχει το προνόμιο να μπαίνει στον Άδη και να τον αφήνει πίσω του για να περάσει στο Καθαρτήριο, αντιστοιχεί στον θεατή του έργου μας, που προσκαλείται- ή μάλλον, προκαλείται- να οικοδομήσει το δικό του Καθαρτήριο στη βάση της Κόλασης των δύο πρωταγωνιστών.
Το κοινό μπορεί να ταυτιστεί, όχι μόνο με τα εγκλήματα που διαπράττει ο Μάκμπεθ, αλλά και με το αίσθημα ενοχής που νοιώθει, γιατί πρέπει να θυμηθούμε ότι η Χριστιανοσύνη είναι, εξ ορισμού, ένας κόσμος αμαρτωλών που επιζητούν συνειδητά την έλευση ενός Λυτρωτή, ένας κόσμος που ομολογουμένως τον δυναστεύει μια τέτοια ενοχή από την οποία μόνο το Πάθος του Θείου Σωτήρα μπορεί να τον λυτρώσει. Επίσης, η φρικτή δολοφονική πράξη ξυπνάει, αιφνίδια και ακαριαία στον Μάκμπεθ την ανώτερη φύση του. Ποτέ δεν νοιώθουμε μεγαλύτερη συμπάθεια γι’ αυτόν σε όλο το έργο απ’ ότι τη συγκεκριμένη στιγμή της ανεξέλεγκτης αυτό- αποστροφής. Δεν διαρκεί, γιατί είναι μόνο μια ξαφνική λάμψη στη ζοφερή νύχτα, όμως αρκεί για να ταυτιστεί ολοκληρωτικά το κοινό με το αίσθημα ενοχής του ήρωα και να γευτεί την ενοχή μέσα στη ψυχή του. Η ένταση του αισθήματος αυτού ενδυναμώνει έτσι στους θεατές τη συνείδηση της αμαρτωλότητας και της ανάγκης για σωτηρία. Όμως αυτή η ταύτιση αμέσως αίρεται για να επέλθει εκ νέου η διαφοροποίηση, γιατί η κατάσταση του Μάκμπεθ είναι τόσο ανυπόφορη ώστε το κοινό αναγκάζεται να αποστασιοποιηθεί ακολουθώντας τη μόνη δυνατή διέξοδο, η οποία είναι απρόσιτη για τον ήρωα. Όμως, όσο μεγάλες κι αν είναι οι τύψεις του, δεν μπορεί να μετανοήσει, ενώ ο θεατής μπορεί· και αυτό το «μπορεί» έχει γίνει τώρα, χάρις σ’ αυτές τις στιγμές έντασης, ένα προστακτικό «πρέπει». Προχωρούν μαζί, ο ήρωας για το μονοπάτι της απελπισίας, και ο θεατής για το μονοπάτι της εξιλέωσης. Έτσι, προστίθεται κρυφά στο έργο η διάσταση του Καθαρτηρίου.
Υπάρχει επίσης μια δεύτερη ενοχή στην κατάσταση του προπατορικού αμαρτήματος. Η επιλογή που οδήγησε στην Πτώση, έγινε δυνατή αφού πρώτα η ψυχή ηθελημένα παρέβη- και επομένως παρέλυσε κατά ένα μέρος –το ίδιο της το αίσθημα του μέτρου· και λόγω αυτής της παράλυσης, ο έκπτωτος άνθρωπος έχει την τάση να κλείνει τα μάτια μπροστά στο μέγεθος της προδοσίας του. Στο πρώτο μισό του έργου αυτή την ηθελημένη τυφλότητα την αντηχεί η ξεμυαλίστρα γυναίκα. Έτσι, για τους πιο ευαίσθητους θεατές, η συνείδηση της αμαρτίας ενισχύεται όχι μόνο μέσω του θετικού παραδείγματος του Μάκμπεθ, αλλά επίσης, αρνητικά, από το φρικτό παράδειγμα του αντιθέτου του στο πρόσωπο της Λαίδης Μάκμπεθ. Μια χαρακτηριστική στιγμή είναι όταν αυτή λέει, αμέσως μετά το φόνο:
Λίγο νερό μας καθαρίζει από την πράξη αυτή.