Το Σεντ Κίλντα (Σκωτικά Γαελικά: Hiort) είναι ένα απομονωμένο νησιωτικό σύμπλεγμα με κύρια χαρακτηριστικά την άγρια θάλασσα και τα πελώρια βράχια. Bρίσκεται 64 χιλιόμετρα βορειοδυτικά του Νορθ Γιουίστ, στον Βόρειο Ατλαντικό Ωκεανό. Το μεγαλύτερο νησί του Συμπλέγματος είναι το Χίρτα και είναι το δυτικότερο νησί των Εβριδών της Σκωτίας· υπάρχουν τρεις μικρότερες νησίδες το Ντουν, το Σοεϊ και το Μπόρερεϊ.
Αυτό το ηφαιστειογενές αρχιπέλαγος, είναι γεμάτο από πέτρες γρανίτη και πανύψηλους βράχους, που χτυπιούνται από τους ανέμους στον βόρειο Ατλαντικό. Ο άνεμος είναι τόσο ισχυρός, ώστε δεν μπορούν να αναπτυχθούν δέντρα. Όμως υπάρχουν 130 είδη ανθοφόρων φυτών και περίπου 100 είδη πεταλούδας ενώ κάθε χρόνο συγκεντρώνουν έναν τεράστιο αριθμό από σπάνια θαλασσοπούλια, αποτελώντας έτσι έναν από τους σημαντικότερους σταθμούς αναπαραγωγής θαλασσινών πουλιών της Βορειοδυτικής Ευρώπης.
Εκτός όμως από το εκπάγλου καλλονής τοπίο και τις σημαντικότατες αποικίες θαλάσσιων πουλιών, το αρχιπέλαγος παρουσιάζει και τεράστιο πολιτιστικό ενδιαφέρον, μια που πρόσφατες ανασκαφές απέδειξαν ότι τα νησιά κατοικούντο από τους προϊστορικούς ακόμα χρόνους.
Πρόσφατες αρχαιολογικές έρευνες έφεραν στο φως κεραμικά αγγεία, παρόμοια με αυτά που βρέθηκαν σε άλλες τοποθεσίες στις Εβρίδες. Επίσης βρέθηκαν κεφαλές από αξίνες, εργαλεία στίλβωσης καθώς και πέτρινα μαχαίρια σε ορυχείο στα βόρεια του χωριού. Απόδειξη ότι στο νησί υπήρχε αρχαιότερος, Νεολιθικός οικισμός.
Tα Cleitan, πέτρινες καλύβες, είναι χαρακτηριστικό αρχιτεκτονικό γνώρισμα του Χίρτα και τον γύρω νησιών, οι οποίες είναι πιθανότατα νεολιθικής προέλευσης.
Η πρώτη γραπτή αναφορά στο Σεντ Κιλντα χρονολογείται από το 1202, όταν ένας Ισλανδός κληρικός έγραψε ότι βρήκε καταφύγιο «στο νησί που λέγεται Hirtir». Υπάρχουν αναφορές ότι στο νησί έχουν βρεθεί μεταλλικές πόρπες, ένα σιδερένιο ξίφος και νομίσματα από την Δανία που σε συνδυασμό με τα σκανδιναβικά τοπωνύμια υποδηλώνουν ότι υπήρχε έντονη παρουσία Βίκινγκ στο Σεντ Κιλντα.
Η προέλευση του ονόματος Σεντ Κίλντα είναι άγνωστη καθώς δεν υπάρχει κανείς άγιος γνωστός με αυτό το όνομα. Η προέλευση της ονομασίας της νήσου Χίρτα, η οποία είναι πολύ παλαιότερη από αυτή του Σεντ Κίλντα, είναι επίσης άγνωστη. Σύμφωνα με το βιβλίο του Μάρτιν A Late Voyage to St Kilda (1698) «Το Χίρτα προέρχεται από το Ιρλανδικό Ier, που σε αυτή την γλώσσα σημαίνει δύση» Σύμφωνα με άλλες εκδοχές το τοπωνύμιο προέρχεται από την Σκωτική Γαελική λέξη h-Iar-Tìr («δυτική γη». Μια Ισλανδική Σάγκα του 13ου αιώνα, η οποία περιγράφει ένα ταξίδι στην Ιρλανδία αναφέρει μια επίσκεψη στην νήσο Hirtir, η οποία έχει σχήμα ελαφιού (Hirtir σημαίνει ελάφι στα αρχαία σκανδιναβικά).
Το Σεντ Κίλντα κατοικήθηκε συνεχώς για περίπου 4.000 χρόνια. Ο οικισμός του, το Μπέι Βίλατζ (Bay Village), βρισκόταν σε περιοχή χαμηλού υψομέτρου, για να προστατεύεται από τους ανέμους.
Οι νησιώτες έτρεφαν πρόβατα και αγελάδες και μπορούσαν να καλλιεργήσουν πατάτες και κριθάρι σε μία περιορισμένη στεγνή έκταση στον κόλπο του χωριού. Σημαντικό κομμάτι της διατροφής των κατοίκων ήταν το πρόβειο γάλα, με το οποίο έφτιαχναν και τυρί. Γενικά απέφευγαν το ψάρεμα λόγω της ταραγμένης θάλασσας και του άστατου καιρού. Η βάση της διατροφής τους ήταν τα θαλασσοπούλια που υπάρχουν σε αφθονία στα νησιά. Πτηνά όπως η Φρατέρκουλα πιάνονταν σε παγίδες και καταναλώνονταν φρέσκα ή παστά όπως και τα αυγά τους.
Αρχαιολόγοι ανακάλυψαν οστά από θαλασσοπούλια, πρόβατα, αγελάδες και όστρακα καθώς και λίθινα εργαλεία στην περιοχή Taigh an t-Sithiche. Τα ευρήματα έχουν ηλικία ανάμεσα στα 1,700 με 2,500 χρόνια, κάτι που υποδεικνύει ότι η διατροφή των κατοίκων του Σεντ Κίλντα δεν έχει αλλάξει καθόλου για χιλιετίες.
H θρησκεία των κατοίκων ήταν ο Δρυιδισμός τουλάχιστον έως το 1822. Μέχρι τότε υπήρχαν συνολικά 5 βωμοί, συμπεριλαμβανομένου ενός πέτρινου, κυκλικού θρησκευτικού μνημείου στη νήσο Μπόρερεϊ.
Το κυριότερο χαρακτηριστικό της ζωής στο Σεντ Κίλντα ήταν η απομόνωση. Όταν ο Μάρτιν Μάρτιν επισκέφτηκε το 1697 ο μόνος τρόπος να προσεγγίσει κάποιος τα νησιά ήταν με βάρκα, ένα ταξίδι που απαιτούσε πολλές μέρες και νύχτες κωπηλασίας στον ανοιχτό ωκεανό και ήταν αδύνατο να πραγματοποιηθεί το φθινόπωρο και τον χειμώνα. Σφοδρές καταιγίδες συμβαίνουν συχνά, ανάμεσα στον Σεπτέμβριο και το Μάρτιο, με ανέμους που ξεπερνούν τα 230 χλμ ανά ώρα και κύματα ύψους 16 μέτρων.
Σημαντική πτυχή της ζωής στο Σεντ Κίλντα ήταν το parliament. Μια καθημερινή συνάντηση όλων των ενήλικων αντρών, που πραγματοποιούταν στους δρόμους του χωριού το πρωί μετά την προσευχή. Σε αυτή την συνάντηση έπαιρναν αποφάσεις για καθημερινά θέματα.
Παρ'όλες τις στερήσεις τους οι κάτοικοι του Σεντ Κίλντα ήταν τυχεροί, γιατί οι απομόνωση τους τους γλίτωσε από συμφορές όπως η δουλεία. Ο Μάρτιν το 1967 έγραψε ότι οι νησιώτες είναι «πιο ευτυχισμένοι από την υπόλοιπη ανθρωπότητα, καθώς είναι οι μόνοι άνθρωποι στον κόσμο που μπορούν να γευτούν την γλύκα της πραγματικής ελευθερίας.» Η υγεία και η ποιότητα ζωής τους ήταν πολύ καλύτερη απ' ό,τι στις υπόλοιπες Εβρίδες. Οι κοινωνία τους δεν ήταν ουτοπική, οι κάτοικοι φύλατταν τις περιουσίες τους με ξύλινες κλειδαριές όμως ποτέ δεν διεπράχθη σοβαρό έγκλημα στα νησιά.
Από τα μέσα του 19ου αιώνα, οι κάτοικοι άρχισαν να δέχονται τουρίστες και οι ίδιοι ταξίδευαν στο εξωτερικό. Τα νησιά έχαναν σιγά- σιγά την αυτάρκεια τους και άρχισαν να εξαρτώνται αποκλειστικά και μόνο από εισαγωγές με αποτέλεσμα τα τρόφιμα, τα καύσιμα, τα οικοδομικά υλικά και τα πρώτης ανάγκης αγαθά να παρουσιάζουν ελλείψεις και να γίνονται πανάκριβα.
Μπροστά σε αυτή την κατάσταση έχουμε το πρώτο κύμα μετανάστευσης προς την Αυστραλία, όπου μετά από αντιξοότητες και κακουχίες τριάντα έξη άποικοι έφτασαν στη μακρινή Μελβούρνη και εγκαταστάθηκαν σε ένα προάστιό της δίνοντας σε αυτό το όνομα των νησιών τους, Σεντ Κίλντα.
Κατά τη διάρκεια του Πρώτου Παγκοσμίου Πολέμου, η παρουσία του Βασιλικού Ναυτικού στο νησί, βελτίωσε την επικοινωνία με την ηπειρωτική χώρα. Για πρώτη φορά στην ιστορία, υπήρχαν τακτικές παραδόσεις αλληλογραφίας και των τροφίμων.
Όταν αποσύρθηκαν αυτές οι υπηρεσίες, στο τέλος του πολέμου, το συναίσθημα της απομόνωσης αυξήθηκε. Οι ελλείψεις τροφίμων έγιναν πιο έντονες και πιο συχνές. Επίσης, δεν υπήρχε καθόλου ιατρική φροντίδα.
Mια επιδημία γρίπης αποδεκάτισε τους ούτως ή άλλως λιγοστούς κατοίκους. Έτσι, πάρθηκε η απόφαση της εκκένωσης των νησιών και η μεταφορά των κατοίκων στην Σκωτία. Στις 29 Αυγούστου, το 1930, οι τελευταίοι τριάντα έξι κάτοικοι του St Kilda έφυγαν και εγκαταστάθηκαν στην ηπειρωτική χώρα.
Σήμερα, ογδόντα τόσα χρόνια μετά, τα Σεντ Κίλντα παραμένουν ακατοίκητα. Μόνοι επισκέπτες είναι ειδικοί επιστήμονες, που μελετούν την ιστορία και την πανίδα του τόπου, καθώς και ένας μικρός αριθμός τουριστών που τα επισκέπτονται τους καλοκαιρινούς μήνες με ειδικές κρουαζιέρες από την Σκωτία.