Eugène Delacroix, Combat de Giaour et Hassan, 1835
Η μάχη του Γκιαούρη και του Χασάν είναι ένα από τα κορυφαία πρώιμα έργα ζωγραφικής του Ευγένιου Ντελακρουά. Ο πίνακας είναι εμπνευσμένος από το ποίημα του Λόρδου Μπάϋρον, Ο Γκιαούρης. Ο Μπάϋρον, έγραψε το ποίημα το 1813 και μεταφράστηκε στα γαλλικά το 1824, έτος κατά το οποίο ο Μπάϋρον, πέθανε πολεμώντας στο Μεσολόγγι κατά των Τούρκων.
Απόσπασμα* από το ποίημα του Λόρδου Μπάϋρον "The Giaour"
Τη βλέπεις στου θανάτου το κλινάρι;
Εδώ είναι η Ελλάδα, που πεθαίνει
Άγια γοητεία και νεκρή ξεχύνει
Ποιος χάρος την ψυχή της έχει πάρει;
Χωρίς ψυχή την βλέπουμε να μένει
Πού χάθηκεν η ομορφιά η παινεμένη;
Μιας λάμψης διαβατάρικης η σκέψη
Φωτοστεφάνι στο νεκρό κεφάλι
Μυρτιές κα δάφνες κάπου έχει δρέψει
Για την παλιά της δόξα τη μεγάλη.
Στο νου φλογάτη σπίθα κατεβαίνει
Μέσα απ' τα χρόνια και την ομορφαίνει.
Τώρα, νεκρή, μα ωραία, που τα βουνά της
Και κάθε ρεμματιά και κάθε σπήλιο
Κρυφτό στο μυρωδάτο χαμομήλιο
Τ΄ αντρειωμένα εκειά σκέπει παιδιά της
Ήτανε στου αρχαίου κόσμου τα μάτια
Της λευτεριάς τ΄ απόρθητα παλάτια.
Ποιος θε να πει πως έγιναν θηκάρι
Για λείψανα πατέρων πεθαμένων
Των ξακουστών εκείνων δοξασμένων
Με το σπαθί τη δόξα, που είχανε πάρει.
Ποιος θε να πει, πως μένουν μόνο οι τάφοι
Πως η σπορά μες στη σκλαβιάν ετάφη;
Σκλάβε στήλωσε δυνατά τη ράχη
Στα γαλανά νερά τα ολόγυρά σου
Πολέμησε λιοντάρι η γενιά σου
Και των Θερμοπυλών θυμού τη μάχη.
Κι ο κόρφος δω με τα νησάκια εκείνα
Γεια σου χαρά σου ανδρεία Σαλαμίνα.
Στης ιστορίας τις πολλές σελίδες
Βάλτε και σεις ψηφιά τρανά δικά σας
Στη στάχτη ψάξτε κι αίματος ρανίδες
Θα βρήτε για να δώστε στην καρδιά σας
Βρήτε τη φλόγα πούκαιγεν εκείνους
Τολμήστε... κι αφήσετε τους θρήνους
Δόξα, χαρά της λευτεριάς το βόλι.
Πλάγι σ΄ εκείνων τόνομα θα γράψει
Και το δικό του. Ο τύραννος θα κλάψει
Ρείπιο σαν δει τη δύναμή του όλη.
Κλήρα λαμπρή ν΄ αφήσει στα παιδιά του
Να δοξαστεί η μελλούμενη γενιά του.
Της λευτεριάς η φωτιά όντας ανάψει
Περνά από παιδί και πάει στ΄ αγγόνι
Κι όταν κάποια φορά πέσει στο γόνυ
Του ψήλου ανασηκώνεται να γράψει
Τη δόξα του στα ουράνια να στεριώσει
Τη λευτεριά στο γόνο του να δώσει.
Ω! Ελλάδα εσύ αθάνατη και αιώνια
Στα ζωντανά της ιστορίας σου φύλλα
Το διαλαλεί παντού με ανατριχίλα
Πως βασιλιάδες πέρασαν σε χρόνια
Παλιά. Το έργο τους τρεις πυραμίδες
Έμειναν άγνωστες πυγολαμπίδες.
Μα φτιάσανε οι αθάνατοι Εσένα
Τι κι αν εγκρέμισεν ο βίαιος χρόνος
Μαρμάρινα παλάτια χρυσωμένα;
Ψηλά σού στέκει ατράνταχτα ο θρόνος.
Βωμοί και μαυσωλεία τα βουνά σου
Που γέννησαν εκείνα τα παιδιά σου.
Η Μούσα σου δείχνει στο ξένο
Τους τάφους που δεν μπόρεσε ν΄ αγγίξει
Ο θάνατος με τα ξερά της λήθης χέρια
Η αθανασία τους έφερε στ΄ αστέρια,
Αυτοί ποτέ τους δεν έχουν πεθάνει
Ζουν και θα ζουν όσον ο χρόνος φτάνει.
Από το έργο της Σίτσας Καραϊσκάκη: Μπάϋρον, πέθανε με την Ελλάδα στην καρδιά (Εκδόσεις Θούλη, Σεπτέμβριος 2020)