Καλώς μας ήρθατε παιδιά! Στην Κύπρο την αέρινη,
στη Μακαρία τη γη,
στάζει το μέλι διαλεχτό σαν πρώτα; Ακόμα γίνεται
τ’ ολόγλυκο κρασί;
.......................
Κ’ οι ακρογιαλιές λαχταριστές, τ’ αραξοβόλια ολόβαθα
και τ’ ακροτόπια ορθά,
το καρτερούνε της θεάς το υπέρκαλο ξαγνάντεμα
και δεύτερη φορά;
Καλώς μας ήρθατε παιδιά! Στην Κύπρο την πολύχαλκη,
στην καρποφόρα γη,
ακόμα η Μοίρα της οργής, η Μοίρα όλων των όμορφων,
ξεσπάει και καταλεί;
Λυσσάει με την αναβροχιά, με την ακρίδα μαίνεται,
χτυπάει με την σκλαβιά;
Στ’ ωραίο πολύπαθο κορμί η αγνή ψυχή δεν έσβυσε;
Πέστε το εσείς, παιδιά!
………………
Κι αφού πετάξανε οι θεοί, και της Παφίας απόμεινε
συντρίμματα ο βωμός,
η Ροδαφνούσα σου έφτασε, και γίνηκε τραγούδι σου,
και σ’ άναψε, καημός.
Και του Ηρακλή το ρόπαλο το πήρε και κυνήγησε
τον ξένο, εκδικητής,
κ’ εσέ λημέρι του έκαμε, το κάλεσμα προσμένοντας
το μέγα, ο Διγενής.
Εσύ κρυφοζωντάνεψες, ωραίο νησί, και φύλαξες,
εσύ τα προσκυνάς,
της Ρωμιοσύνης τα είδωλα˙ της Ομορφιάς το είδωλο
και της Παλληκαριάς.
Από τα κέδρα του Όλυμπου σκαλίστε γοργοκάραβα,
ώ Ακρίτα! Ω Ροδαφνού!
Ή κάμετε καράβια σας τα ολάνθιστα κι ολόδροσα
φτερούγια του Απριλιού,
Και των Ελλάδων τα νεκρά ακρογιάλια γύρα φέρε τα,
ξυπνήστε ένα βοριά,
απλώστε ένα τρικύμισμα, κι αστράφτε εμπρός και μέσα μας
τα ωραία, τα δυνατά.
Καλώς μας ήρθατε παιδιά! Σ’ εσένα, Κύπρο αέρινη,
ώ Μακαρία γη,
πήγεν ο μέγας Έρωτας και χτύπησε, κι ανάβρυσε
θαυματουργή πηγή.
Στοιχιό ωργισμένο την πηγή βαθιά την καταχώνιασε.
Ώ χέρι ονειρευτό,
που πάντα σε προσμένουμε, ξεσκέπασε, και φέρε μας
το αθάνατο νερό!
Καλώς μας ήρθατε , παιδιά! Στην Κύπρο την αέρινη,
στη Μακαρία γη,
στ’ ωραίο πολύπαθο κορμί η αγνή ψυχή δεν έσβυσε.
Και ζη, και ζη, και ζη!