Παρασκευή 14 Φεβρουαρίου 2020

Σίτσα Καραϊσκάκη, ένα απόσπασμα




    Σαν σπάθη έπεσε στο κεφάλι του η είδηση, πως η Νατάλγια έφυγε για την πατρίδα τού εκβιαστή της, για την καρδιά τής Ανατολής, κανείς να μη τη δει, κανείς να μη ζητήσει να την πάρει, να την λεφτερώσει. Ποτέ δεν πίστευε ο Λεντζ, πως τόσο θα του κόστιζε αυτός ο χωρισμός. Χρόνια τώρα πολεμιστής, χρόνια στο μέτωπο μάτια με μάτια με το θάνατο είχε σκληρύνει την καρδιά του. Είδε να πέσουν σύντροφοί του, να ξεψυχούν στα χέρια του αγαπημένοι του φίλοι, ποτές όμως δεν ένοιωσε την καρδιά του τόσο βαριά. Τώρα που μια πνοή έσβησε τη φλόγα τού ονείρου του, ενός ονείρου, που άπλωσε τα φτερά του ανέλπιστα κάτω από μια κιτρινισμένη καρυδιά, μέσα σ’ ένα τοπείο ρημαγμένο από τις οβίδες για να πέσει πληγωμένο στη γη, τώρα ένοιωθε για μια στιγμή τη ζωή αυτή βαριά κι ανυπόφορη.

    Έπρεπε όμως να μείνει κάμποσες μέρες ακόμα σ’ αυτή τη χαλασμένη φωλιά για να πιστοποιεί σαν γιατρός που ήτανε πως τα καραβάνια των εξορίστων που περνούσαν για το Βορρά είναι ελεύθερα από τύφο.

    Πόσο βαριά του φαίνονταν η μέρα! Μολύβι… Ζήταγε πάντα μέσα στα καραβάνια των δυστυχισμένων να δει το χρυσό φως των ματιών της, μα κάθε φως ήτανε εκεί σβησμένο. Το βράδυ τράβαγε προς την καρυδιά, μα βάραινε κι’ αυτή, σαν να ‘πεφτε κι αυτή ολόκληρη με τα χοντρά της κλωνιά πάνω στ’ αστήθι του. Πλησίαζε κι’ ακουμπούσε πάνω στο γέρικο σκισμένο κορμί της. Κάποτε για μια στιγμή ένοιωθε το δικό του αίμα να τρέχει στις φλέβες του σαν αιωνόβιο ρέμα και να τον κάνει να τρέμει όπως οι χυμοί που κυκλοφορούσαν αιώνες ζωντανοί μέσα στον κορμό αυτό του δέντρου. Έβρισκε ανάμεσα σ’ αυτό και στον εαυτό του μια στενή συγγένεια.

    Κι’ όταν τη νύχτα ζήταγε τη λησμονιά στον ύπνο, γλιστρούσε η πυρή λαχτάρα του και με καμένα δάχτυλα του άναβε τα μηνίγγια και του ’κανε στάχτη την καρδιά.

    Ο Θεός να βοηθά κάθε τραχύ πολεμιστή, που τη νύχτα μοναχός, βασανίζεται μέσα στο καμίνι μιας πεινασμένης επιθυμίας, έστω κι’ αν τη φέρνει στα φτερά του ένα κατάλευκο όνειρο. Κι’ όλο παραληρούσε ο νέος γιατρός κι’ ήταν γεμάτος μετάνοια και πίκρα: Ήτανε σε δυο σκισμένη η προσωπικότητά του. Έστηνε δικαστήριο ο στρατιώτης ο σκληρός κι’ απότομος με το άλλο του εγώ το ήσυχο κι’ ονειροπόλο και μάλωνε κι’ αγωνιζόνταν.

    – Γιατί τάχα να μη δώσεις στην κοπέλα να καταλάβει πως την αγαπούσες τόσο δυνατά;

Κι’ ο άλλος απαντούσε πάντα δειλά:

    – Μα μήπως το ’ξερα τότες κι’ εγώ; Μόνο ό,τι φύγει μέσα από τα χέρια μας κείνο αγαπούμε με διπλή λαχτάρα.

Κι’ ο στρατιώτης ρωτούσε τρέμοντας από λαχτάρα:

    – Γιατί δεν την άρπαξες να τη φιλήσεις ατέλειωτα και δυνατά κάτω από την καρυδιά ενώ βουτούσε ο ήλιος κι’ η φλογέρα τραγουδούσε ερωτικά;

    – Δεν ήθελα να την προσβάλω.

   – Είσαι κουτός κι’ ανόητος! Είσαι χαμένος Χορστ φον Λέντζ, στρατιώτη του ενάτου συντάγματος των Κυνηγών. Έπρεπε να την αρπάξεις λάφυρο της αγάπης σου και να φύγεις μακρυά για τ’ άγνωστο.

    Μα ο άλλος Χορστ ο τρυφερός, ο ονειροπόλος, στέναζε και ζάρωνε στη γωνιά του. Κι’ έτσι αποκοιμόνταν με βαριά την καρδιά κι’ οι δυο και μ’ ανεκπλήρωτη τη λαχτάρα.

Ανάμεσα σε δυο μυλόπετρες (απόσπασμα, σελ. 83-84)