Πέρυσι ένας δημοσιογράφος (ασιατικής
καταγωγής) στη Γαλλία αναρωτήθηκε «ποιος συνεχίζει και βάζει λουλούδια στον
τάφο του Ρομπέρ Μπραζιγιάκ», εκφράζοντας έτσι όχι μόνο απορία αλλά και αγανάκτηση
που κάποιοι θυμούνται ακόμη τον αδικοχαμένο λογοτέχνη και δημοσιογράφο (franceinfo, 24.2.2019).
Ήταν 6 Φεβρουαρίου 1945 ώρα 9.38
το πρωί στο φρούριο Montrouge στο Παρίσι, όταν τα τελευταία λόγια του Ρομπέρ Μπραζιγιάκ
«Ζήτω η Γαλλία» τα ακολούθησαν οι ριπές των όπλων. Ήταν νεκρός, σε εκτέλεση της
από 19.1.1945 απόφασης επιβολής θανατικής ποινής ενός ειδικού δικαστηρίου της
Κάθαρσης, αντίστοιχου των επαναστατικών δικαστηρίων της γαλλικής επανάστασης.
Ήταν νεκρός, γιατί έτσι θέλησε με αρρωστημένο ζήλο ο Ντε Γκωλ, για να σωπάσει
για πάντα εκείνη η φωνή που τον είχε
επανειλημμένως κατηγορήσει δημοσίως ότι ήταν προδότης, ότι υπονόμευε τη Γαλλία
και την εθνική της κυριαρχία και ότι
επιχειρούσε να τη μετατρέψει σε βρετανική κτήση. Στην εμπάθεια του Ντε Γκωλ θα
πρέπει να προστεθεί και ο φθόνος διαφόρων λογοτεχνών για το απαράμιλλο ταλέντο
του Ρομπέρ Μπραζιγιάκ, οι οποίοι ως μέλη επιτροπής συγγραφέων της Κάθαρσης («Εθνική
Επιτροπή Συγγραφέων της Αντίστασης») ζήτησαν ευθέως και επίμονα να δολοφονηθεί,
και ακόμη και μετά τον θάνατό του δεν επέδειξαν μετάνοια.
Το έγκλημα του Ρομπέρ Μπραζιγιάκ
ήταν οι ιδέες του, όπως αυτές εκφράστηκαν μέσα από τα άρθρα του σε διάφορες
εφημερίδες και περιοδικά, κυρίως στη Je suis partout, της οποίας
υπήρξε αρχισυντάκτης επί σειρά ετών, επίσης στη Révolution Nationale, στην
Echo de France κ.ά. Ιδέες σχετικά με την ευρωπαϊκή συμφιλίωση,
ενότητα και ειρήνη, ιδέες υποστηρικτικές στο καθεστώς Βισύ και στην collaboration, και υπέρ της εκστρατείας
κατά του μπολσεβικισμού, μιας εκστρατείας για την οποία έγραψε χαρακτηριστικά «ο
πολιτισμός πήρε τα όπλα εναντίον της βαρβαρότητας».
Επίσης, βαθιά ενόχληση είχαν
προκαλέσει τα άρθρα του με τα οποία ζητούσε την τιμωρία εκείνων που είχαν
εμπλέξει τη Γαλλία στον πόλεμο με τη
Γερμανία, ο οποίος είχε συνέπεια εκτός από τον θάνατο και τον
τραυματισμό Γάλλων, την αιχμαλωσία πολλών. Ο ίδιος ο Μπραζιγιάκ είχε υπάρξει
αιχμάλωτος των Γερμανών από τον Ιούνιο του 1940 ως την αρχή του Απριλίου 1941. Για την περίοδο αυτή έχει γράψει αρκετά
πολύ ενδιαφέροντα άρθρα. Μάλιστα, από τη στιγμή που απελευθερώθηκε, δεν έπαψε
να αγωνίζεται για την απελευθέρωση και των υπόλοιπων αιχμαλώτων, συμπαρίστατο
έμπρακτα σε αυτούς και τις οικογένειές τους και ζητούσε την τιμωρία των πραγματικών
υπευθύνων, δηλαδή εκείνων των πολιτικών και στρατιωτικών της Γαλλίας που είχαν
εμπλέξει τη χώρα σε έναν πόλεμο στον οποίο δεν υπήρχε κατά τον Μπραζιγιάκ και
για μια μεγάλη μερίδα Γάλλων κανένας λόγος να εμπλακεί.
Στα παραπάνω πρέπει να προστεθεί
και η εχθρότητα εβραϊκών κύκλων προς το πρόσωπό του, λόγω του αντισημιτισμού
τον οποίο είχε εκφράσει με τα άρθρα του ήδη προς της έναρξης του Β΄Ππ, αλλά και
κατά τη διάρκειά του, επισημαίνοντας τον ρόλο των εβραίων τόσο στο ξέσπασμα του
πολέμου όσο και στη συνέχισή του.
Εκτός από μαχητικός
δημοσιογράφος, ήταν άριστος λογοτέχνης και ποιητής. Τα μυθιστορήματά του (Le
Marchand d'oiseaux, Comme le temps passe, Les Sept couleurs κ.ά. ) θεωρούνται αριστουργηματικά. Από τα πρώτα του βήματα σε πολύ νεαρή ηλικία, 21 ετών,
απέκτησε φήμη, η οποία ολοένα μεγάλωνε.
Η στάση του κατά τη διάρκεια της
δίκης του ήταν θαρραλέα και περήφανη, όπως αποκαλύπτεται από τις εφημερίδες της
εποχής, πολλές εκ των οποίων, καθώς
είχαν συμμορφωθεί προς το «πνεύμα της Κάθαρσης», ήταν εχθρικές προς αυτόν. Τον
ίδιο θαυμασμό προκάλεσε και το θάρρος και η περηφάνια του κατά την εκτέλεσή
του. Διαβάζουμε ότι ήταν ήρεμος, με το κεφάλι ψηλά, όπως ψηλά το είχε κρατήσει
και κατά τη διάρκεια της δίκης του, αρνήθηκε να του δέσουν τα μάτια, και στους
στρατιώτες που δείλιασαν και δεν καταλάβαιναν για ποιο λόγο έπρεπε να
σκοτώσουν έναν νέο πνευματικό άνθρωπο,
φώναξε «κουράγιο». Η ημέρα που επελέγη για τη δολοφονία του δεν ήταν τυχαία: 6
Φεβρουαρίου 1945, ακριβώς 11 χρόνια μετά τη μεγάλη εξέγερση –στην ουσία επρόκειτο
περί απόπειρας κατάλυσης της δημοκρατίας– στο Παρίσι, με 22 νεκρούς. Οι τελευταίοι στίχοι του Μπραζιγιάκ γράφτηκαν
στις 5 Φεβρουαρίου 1945, στη φυλακή της Φρεν (Fresnes) όπου εκρατείτo, και απευθύνονταν «στους νεκρούς του
Φεβρουαρίου», τους οποίους «σε λίγο θα συντρόφευε». Και τα τελευταία λόγια του στους
δικηγόρους του λίγο πριν οδηγηθεί στο Montrouge ήταν:
«Σήμερα είναι 6 Φεβρουαρίου, να με σκέφτεστε και να σκέφτεστε και εκείνους που
πέθαναν την ίδια ημέρα πριν από έντεκα χρόνια».
Αμέσως μετά τη δολοφονία του, ο
Ντε Γκωλ απαγόρευσε τη μετάδοση από το ραδιόφωνο της σχετικής είδησης,
ακριβώς για να μη γίνει γνωστή η γενναία στάση του. Παρ’ όλα αυτά κάποιες
εφημερίδες, ακόμη και αντίθετες ιδεολογικά, δεν μπόρεσαν να μην αναφερθούν σε
αυτή τη στάση.
Ήταν ένας από τους μεγαλύτερους
νέους λογοτέχνες και δημοσιογράφους όχι μόνο της Γαλλίας αλλά και της
Ευρώπης. Το κενό που άφησε δεν
αναπληρώνεται. Παρ’ όλα αυτά είχε ήδη στα 35 του χρόνια γράψει πολλά,
μυθιστορήματα, δοκίμια, ποιήματα και βέβαια άρθρα. Έτσι δεν απετράπη αυτό που
με τη δολοφονία του επιχείρησαν οι εχθροί του, δηλαδή το να αποτελέσει πνευματική
κληρονομιά της Γαλλίας, αλλά και όλης της Ευρώπης και
του δυτικού κόσμου.
75 χρόνια μετά, δεν είναι λίγοι
αυτοί που, παρά τη συνωμοσία της σιωπής και της λάσπης, ακόμη θυμούνται και
τιμούν τον Robert Brasillach.
75 χρόνια μετά, ακόμη βάζουν
λουλούδια στον τάφο του Robert Brasillach.