ΑΓKAΘA ΚΡΙΣΤΙ
«Ένα από τα πιο ευχάριστα πράγματα που μπορούν να σου τύχουν είναι να έχεις χαρούμενα κι ευτυχισμένα παιδικά χρόνια», λέει η Άγκαθα Κρίστι, αρχίζοντας τα απομνημονεύματά της που ξεκίνησε να τα γράφει το 1950 και τα ολοκλήρωσε δεκαπέντε χρόνια αργότερα. Γνωστή σε όλο τον κόσμο ως η «Βασίλισσα του Εγκλήματος» έχει στο ενεργητικό της πολυάριθμα αστυνομικά μυθιστορήματα και διηγήματα που έχουν μεταφραστεί σε όλες τις σημαντικές γλώσσες.
Ξεκίνησε το γράψιμο με το τέλος του Πρώτου Παγκοσμίου Πολέμου, όταν δημιούργησε τον Ηρακλή Πουαρώ, το μικρόσωμο και τόσο ταλαντούχο ντετέκτιβ. Ο Πουαρώ, η μις Μαρπλ και οι άλλοι ντετέκτιβ της έχουν κάνει την εμφάνισή τους σε κινηματογραφικές ταινίες, ραδιοφωνικές εκπομπές, τηλεταινίες και θεατρικά έργα βασισμένα στα βιβλία της. Η Άγκαθα Κρίστι συμμετείχε επίσης σε πολλές αρχαιολογικές αποστολές που διοργάνωσε ο επιφανής αρχαιολόγος σύζυγός της στη Μέση Ανατολή.
Με καθυστέρηση αρκετών ετών κυκλοφόρησε και στη χώρα μας η αυτοβιογραφία της Αγκαθα Κρίστι που είχε εκδοθεί στη Βρετανία το 1977, έναν χρόνο μετά τον θάνατο της συγγραφέως - ήδη το 1975 στο μυθιστόρημα Curtain είχε πεθάνει ο θρυλικός Ηρακλής Πουαρό και το 1976 στο Sleeping Murder έκανε τον τελευταίο της άθλο η αξιαγάπητη Μις Μαρπλ. Η Κρίστι άρχισε να τη γράφει το 1950, σε ηλικία 60 ετών, και την ολοκλήρωσε το 1965, επομένως δεν καταγράφει σε αυτήν τα πεπραγμένα των τελευταίων ετών του βίου της, εποχή που γνώρισε «μερικούς αξιοσημείωτους θριάμβους» (την κινηματογραφική μεταφορά του Εγκλήματος στο Οριάν Εξπρές, την αστρονομική αύξηση των πωλήσεων των βιβλίων της σε όλον τον κόσμο, την απονομή του τίτλου της Λαίδης της Βρετανικής Αυτοκρατορίας), όπως διαβάζουμε στην εισαγωγή του βιβλίου.
Η ιδέα για το γράψιμο της αυτοβιογραφίας γεννήθηκε στη Νιμρούδ του Ιράκ, την αρχαία πόλη Καλάχ, στρατιωτική πρωτεύουσα των Ασσυρίων, όπου ο δεύτερος σύζυγός της, ο αρχαιολόγος Μαξ Μαλόουαν, διενεργούσε ανασκαφές. Καθώς οι ντόπιοι εργάτες έσκαβαν, χοροπηδούσαν και φώναζαν, έχοντας απέναντί τους τα χιονοσκεπή βουνά του Κουρδιστάν, η εξηκοντούτις κυρία Κρίστι μέσα στο οίκημα που ονομαζόταν «Το σπίτι της Αγκαθα», αντί να γράψει μια συνήθη αστυνομική ιστορία με τον Ηρακλή Πουαρό, αποφάσισε να αφηγηθεί τη δική της ζωή ανατρέχοντας στο παρελθόν της· πράγμα λίγο δύσκολο, αφού μια αυτοβιογραφία που σέβεται τον εαυτό της πρέπει να είναι μια μελέτη ολόκληρης ζωής, με ονόματα, ημερομηνίες, τοποθεσίες και κάποια χρονολογική σειρά. Αρχισε λοιπόν να γράφει στην τύχη ό,τι θυμόταν ανασύροντας από τη μνήμη της ανακατωμένες αναμνήσεις, σκόρπια επεισόδια, χαρές και πίκρες, γάμους και διαζύγια, ταξίδια και κρουαζιέρες. «Εχω θυμηθεί όσα ήθελα να θυμηθώ» τονίζει και προσθέτει: «Το να θυμάσαι είναι μία από τις ανταμοιβές που φέρνει η ηλικία και μάλιστα από τις πιο απολαυστικές».
Οποιαδήποτε ζωή, όσο ασήμαντη και αν είναι, εφόσον την έχουν αφηγηθεί καλά, είναι άξια ενδιαφέροντος, είχε πει ο ποιητής Σ. Τ. Κόλεριτζ. Αν σκεφθούμε ότι η Αγκαθα Κρίστι δεν έζησε μια ασήμαντη αλλά μια ζωή περιπετειώδη και αντιμετώπισε ένα σωρό κινδύνους - στα ποικίλα ταξίδια της και στην παραμονή της σε απρόσιτες περιοχές της Μέσης Ανατολής -, καταλαβαίνουμε πόσο ενδιαφέροντα είναι αυτά που λέει. «Μου αρέσει η ζωή» δηλώνει θυμίζοντας πως υπήρχαν φορές που ένιωθε τρομερά απελπισμένη και βαθιά δυστυχισμένη, αλλά παρ όλα αυτά καταλάβαινε με απόλυτη σιγουριά ότι το γεγονός πως είσαι ζωντανός είναι σπουδαίο πράγμα. Αν προσθέσουμε στα επεισόδια που καταγράφει την αφηγηματική της δεινότητα, καθώς και το αδιόρατο χιούμορ της, τότε έχουμε να κάνουμε με ένα βιβλίο απείρως πιο απολαυστικό από τα μυθιστορήματά της.
Η Κρίστι αφηγείται τη ζωή της που ξεκίνησε στο Ασφιλντ του Τόρκι - ένα χειμερινό θέρετρο στη Νότια Αγγλία - με παραμύθια και πιάνο, ταξίδια στη Γαλλία και παραμονή στο Παρίσι, μαθήματα γαλλικών, μαθήματα μουσικής και τακτικές επισκέψεις στην Opera Comique. Η αφήγηση περιέχει τον θάνατο του πατέρα, τη συμβίωση με τη μητέρα, τη συντροφιά των βιβλίων του Ιουλίου Βερν, του Καρόλου Ντίκενς, του Αλέξανδρου Δουμά, του Κόναν Ντόιλ (την είχαν σαγηνεύσει οι περιπέτειες του Σέρλοκ Χολμς), τα όνειρα για έναν ευτυχισμένο γάμο, την ερασιτεχνική σύνθεση μιας οπερέτας, την πτήση με αεροπλάνο το 1911, τους νεανικούς έρωτες, τον γάμο με τον αεροπόρο Αρτσι Κρίστι, τα μαθήματα νοσηλευτικής και φαρμακολογίας, τον πόλεμο. Δεν αρκείται όμως σε αυτά. Επεκτείνεται και στην περιγραφή της κοινωνίας του καιρού της, όταν - σε μια εποχή ακμής της Βρετανικής Αυτοκρατορίας - σχεδόν κάθε αγγλική οικογένεια είχε υπηρετικό προσωπικό (μπάτλερ και λακέδες, μαγείρους και καμαριέρες) και όχι μόνο οι πλούσιοι. Μιλάει για τα όνειρα των κοριτσιών της εποχής που ήθελαν έναν καλό γαμπρό, για την παρθενικότητα αυτών των κοριτσιών και τον σεβασμό που ενέπνεαν στους άνδρες (οι οποίοι απολάμβαναν τον έρωτα στην αγκαλιά παντρεμένων γυναικών), για την απασχόλησή τους με το κέντημα. Αλλά και τη φρίκη των πολέμων, την ανέχεια, την ανεργία των αποστρατευμένων νέων που πουλούσαν κάλτσες από σπίτι σε σπίτι για να επιβιώσουν.
Η λογοτεχνική πορεία της άρχισε εντελώς απρόσμενα. Μια χειμωνιάτικη ημέρα που βρισκόταν με γρίπη στο κρεβάτι η μητέρα της την παρότρυνε να γράψει «μια ιστορία». Εγραψε λοιπόν διάφορες ιστοριούλες, τις έστειλε σε λογοτεχνικά περιοδικά, το πράγμα τής άρεσε και τότε αποφάσισε να εγκαταλείψει τα σχέδιά της να τραγουδήσει στην όπερα. Ξαφνικά, έχοντας διαβάσει Το μυστήριο του κίτρινου δωματίου του Γκαστόν Λερού (ο οποίος έγραψε Το φάντασμα της Οπερας), σκέφτηκε να γράψει «μια αστυνομική ιστορία». Η ευκαιρία τής δόθηκε όταν εργαζόταν σε ένα φαρμακείο. Τότε, θέλοντας να φτιάξει έναν ήρωα που θα θύμιζε τον Σέρλοκ Χολμς, δημιούργησε τον Ηρακλή Πουαρό (στη θέση του βοηθού του, του γιατρού Γουάτσον, έβαλε τον λοχαγό Χάστινγκς) και έγραψε το μυθιστόρημα Η μυστηριώδης υπόθεση στο Στάιλς. Δύο χρόνια βρισκόταν το χειρόγραφο στα χέρια των εκδοτών, αλλά όταν εκδόθηκε είχε τόσο καλή υποδοχή από το κοινό που η νεαρή ερασιτέχνις έγινε μια επαγγελματίας που διαπραγματευόταν σκληρά με στυγνούς εκδότες οι οποίοι αρέσκονταν να εκμεταλλεύονται τους συγγραφείς.
Η αυτοβιογραφία απαρτίζεται από έναν πρόλογο, 11 κεφάλαια και έναν επίλογο όπου η Κρίστι μιλάει επιγραμματικά για τη ζωή και τον θάνατο, το σπίτι όπου γεννήθηκε, το Ασφιλντ, το Ισπαχάν, την παραμυθένια πολιτεία, την κόρη της, τη Ρόζαλιντ, τον εγγονό της, τον Μάθιου, τον Μαξ, το αυτοκίνητό της, το Μόρις, και το καναρίνι της. «Τι μπορώ να πω στα εβδομήντα πέντε μου;» καταλήγει. «Μόνον αυτό: Σ ευχαριστώ, Θεέ μου, για την καλή μου ζωή και για όλη την αγάπη που μου έδωσες». Ασφαλώς δεν θα μπορούσε να υπάρξει καλύτερος επίλογος για μια τέτοια μεστή ζωή και φυσικά για ένα τέτοιο συναρπαστικό βιβλίο.
Φίλιππος Φιλίππου (συγγραφέας)
ΤΟ ΒΗΜΑ , 26-01-2003
Το βιβλίο ''Η ΑΥΤΟΒΙΟΓΡΑΦΙΑ ΜΟΥ'' μπορείτε να το βρείτε εδώ