Aπόσπασμα από την Εισαγωγή του Παναγιώτη Κονδύλη στο βιβλίο Ριβαρόλ. Επιλογή από το έργο του, εκδ. Στιγμή, Αθήνα 1994. Ο Antoine Rivarol (1753-1801) υπήρξε πολιτικά συντηρητικός και αντεπαναστάτης συγγραφέας.
Η σχετικά εκτεταμένη παράγραφος που ακολουθεί είναι η τελευταία της εισαγωγής. Οι αριθμοί στις αγκύλες αντιστοιχούν προς αυτές των σελίδων της έντυπης έκδοσης.
[23] Ήδη λοιπόν ως μέτοχος τέτοιων εκλεπτύνσεων ο Rivarol ανήκει στους μοναχικούς. Αλλά στους μοναχικούς ανήκει επί- [24] σης επειδή ανήκει στους ηττημένους. Η δημοκρατική επανάσταση σάρωσε τον κόσμο του, τις ανισότητες και τις προλήψεις αυτού του κόσμου, συνάμα όμως και τις εξαίσιες εκζητήσεις του πολιτισμού του. Και η δημοκρατία δεν δείχνει απέναντι στους εχθρούς της περισσότερη κατανόηση και λύπηση απ’ όση δείχνει και οποιοσδήποτε άλλος απέναντι στους δικούς του εχθρούς. Ελάχιστοι διαθέτουν την υψηλοφροσύνη του ασκητικού Ρωμαίου για να καυχηθούν λέγοντας: victrix causa placuit deis, sed victa Catoni.
Ήταν πάντοτε ευκολότερο και βολικότερο να ταυτίζεται κανείς με τους νικητές ή με τις κυρίαρχες αντιλήψεις, που υπαγορεύονται από τους νικητές· όμως δύσκολο και συχνά επικίνδυνο είναι να κατανοείς τους ηττημένους, τη σκοπιά τους και ενδεχομένως το δίκαιό τους. Ιδιαίτερα η βαθύτερη προσέγγιση προσωπικοτήτων όπως ο Rivarol προαπαιτεί πνευματικές αρετές που κάθε άλλο παρά αυτονόητες είναι σήμερα. Ο μαζικοδημοκρατικός ηθικισμός έχει πλήξει θανάσιμα την αίσθηση του χιούμορ, προ παντός στους εξ επαγγέλματος εκπροσώπου του, τους «προοδευτικούς διανοούμενους»· και η πλημμυρηδόν παραγωγή και κατανάλωση εφημεριδογραφίας δεν αποτελεί την καλύτερη δυνατή προετοιμασία των πνευμάτων για την απόλαυση των ύψιστων υφολογικών επιδόσεων. Όμως από τον Rivarol δεν έχουμε μόνο να διδαχθούμε πολλά για το λογοτεχνικό ύφος ως ύφος ζωής, ως τρόπο ζωής. Πολλά έχουμε να μάθουμε και για ό,τι θα μπορούσαμε να ονομάσουμε ρεαλισμό του ηττημένου. Γιατί αν ο ηττημένος, μέσα στην απόγνωσή του, δεν έχασε τα συλλογικά του και την επαφή του με τα πράγματα, είναι δυνατό να γνωρίζει περισσότερα από το νικητή. Δεν γνωρίζει μονάχα τις αδυναμίες και τις φαυλότητες της δικής του παράταξης, που την οδήγησαν στην καταστροφή, αλλά και διαβλέπει, με την οξυδέρ- [25] κεια του μίσους, τι κρύβεται πίσω από τα συνθήματα και τις επαγγελίες του νικητή, παίρνοντάς την καθυστερημένη, σιωπηρή κι ανώφελη πιά εκδίκησή του όταν έρχεται στο φώς ό,τι συγκαλυπτόταν την ώρα του θριάμβου των εχθρών του. Κάτι μαθαίνει ο ηττημένος νωρίτερα και καλύτερα από τον νικητή: ότι η τελευταία και βαθύτερη γεύση είναι η πικρή. Άλλοι βέβαια την δοκιμάζουν βαρυγγωμώντας άκομψα ή αισθηματολογώντας ακόμη ακομψότερα, ενώ άλλοι, όπως ο Rivarol γνωρίζοντας εκ των προτέρων και μειδιώντας μέχρι τέλους. Και η διαφορά ανάμεσα στους μέν και στους δέ διόλου δεν είναι επουσιώδης.
Στα επόμενα επιλέγονται ορισμένοι αφορισμοί του Rivarol από το κεφάλαιο του έργου με τίτλο Η πολιτική και η επανάσταση σε μετάφραση του Παναγιώτη Κονδύλη:
Τα δικαιώματα είναι ιδιότητες στηριζόμενες στην εξουσία. Αν η εξουσία καταρρεύσει, καταρρέουν και τα δικαιώματα. (σ. 61).
Οι φαυλότητες της αυλής άρχισαν την επανάσταση, οι φαυλότητες του λαού θα την ολοκληρώσουν. ( σ. 65).
Η σύγχρονη φιλοσοφία δεν είναι τίποτε άλλο παρά τα πάθη οπλισμένα με θεωρητικές αρχές. (σ. 65).
Τη γνώμη πρέπει να την χτυπάς με τα όπλα της· δεν ρίχνεις τουφεκιές πάνω σε ιδέες. (σ. 66).
Στις δημοκρατίες ο λαός δίνει την εύνοιά του, ποτέ την εμπιστοσύνη του. (σ. 68).
Όταν ο στρατός εξαρτάται από τον λαό, στο τέλος αποδεικνύεται ότι η κυβέρνηση εξαρτάται από τον στρατό. (σ. 68).
Η κατάληψη της Βαστίλλης ήταν εγκατάσταση νέου ιδιοκτήτη. (σ. 68).
Τα δεσποτικά κράτη αφανίζονται ελλείψει δεσποτισμού, όπως οι λεπτοί άνθρωποι ελλείψει λεπτότητας. (σ. 69).
Το χειρότερο δυστύχημα που μπορεί να συμβεί στα άτομα, όπως και στους λαούς, είναι να θυμούνται έντονα τι ήσαν κάποτε και τι δεν μπορούν πια να είναι. Η σύγχρονή μας Ρώμη διόρισε υπάτους και δημάρχους. Ο χρόνος είναι σαν το ποτάμι δεν γυρίζει στην πηγή του. (σ. 69).
Ένας αστός ίσως θα ανεχθεί λιγότερο τη σύγκριση μ’ έναν μπαλωματζή απ’ όσο ένας αριστοκράτης τη σύγκριση μ’ έναν αστό. (σ. 70).
Η αριστοκρατία λησμόνησε την αρχή: Res eodem modo conservantur quo generantur. Αρχικά οι ευγενείς υπεράσπισαν το πνεύμα τους με το ξίφος τους και κατόπιν την κοινωνική τους θέση με φυλλάδια. (σ. 72).
Το 1790 με ρωτούσαν πως θα τελείωνε η Επανάσταση. ‘Εδωσα την εξής απλούστατη απάντηση: ή ο βασιλιάς θα βρεί στρατό ή ο στρατός θα βρεί βασιλιά. Και πρόσθεσα: θα εμφανισθεί κάποιος επιτυχημένος στρατιώτης, γιατί οι επαναστάσεις πάντα στο ξίφος καταλήγουν: Σύλλας, Καίσαρ, Cromwell. (σ. 72).